KORRIGIEREN
= διορθώνω:
• Er [sc. der Lehrer] hatte die Aufsätze der Schüler seiner Klasse zu korrigieren. ° Είχε να διορθώσει τις εκθέσεις των μαθητών της τάξης του.
• der korrigierte Text ° το διορθωμένο κείμενο
• die korrigierte Übersetzung ° η διορθωμένη μετάφραση
Weitere Wörter:
Vorher
- KÖRPERLICH... 1) σωματικός, -ή, -ό: • die körperliche Betätigung / die Körperertüchtigung ° η σωματική άσκηση [BS s. unter Betätigung, die (Z 2)] [Anm.: auch:...
- KÖRPERREGION, die... = η σωματική περιοχή ...
- KÖRPERTEIL, der... [zB. Hand, Fuß] = το μέλος του σώματος ...
- KORPS, das... (Corps, das) = το σώμα: • das Diplomatische Corps (das Corps diplomatique) [bzw.] das Diplomatische Korps ° το Διπλωματικό Σώμα (bzw. auch:...
- KORREKT... = ορθός, -ή, -ό:...
- KORREKTHEIT, die... [iS von: Richtigkeit] s. Richtigkeit, die ...
- KORREKTUR, die... = η διόρθωση ...
- KORREKTUR+... • die Korrekturflüssigkeit (der "Lack") [zum Ausbessern von Tippfehlern] ° το διορθωτικό υγρό (gebräuchlich auch der Ausdruck:...
- KORRESPONDENT, der / KORRESPONDENTIN, die... 1) der Korrespondent ° ο ανταποκριτής 2) die Korrespondentin ° η ανταποκρίτρια ...
- KORRESPONDENZ, die... [sc. der Briefwechsel] = η αλληλογραφία ...
Nachher:
- KORRUPT... = διεφθαρμένος, -η, -ο: • ein korrupter Beamter ° ένας διεφθαρμένος δημόσιος υπάλληλος ...
- KORRUPTION, die... = η διαφθορά ...
- KORSIKA... = η Κορσική ...
- KOSENAME, der... = το χαϊδευτικό (όνομα) ...
- KOSMETIK, die... = η αισθητική ...
- KOSMETIK+... • der Kosmetiksalon / der Schönheitssalon ° το ινστιτούτο αισθητικής ...
- KOSMETIKA, die... = τα καλλυντικά ...
- KOSMETIKERIN, die... = η αισθητικός ...
- KOSMETISCH... = αισθητικός, -ή, -ό: • die kosmetischen Operationen (die Schönheitsoperationen),...