MELKEN
1) αρμέγω (St. II: να αρμέξω):
• ich molk sie [sc. die Kuh / την αγελάδα] ° την άρμεξα
• die frisch gemolkene Milch ° το φρεσκοαρμεγμένο γάλα
2) das Melken ° το άρμεγμα
Weitere Wörter:
Vorher
- MEISTERWERK, das... = το αριστούργημα:...
- MEKKA... [in Saudi-Arabien] = η Μέκκα (Gen.: της Μέκκας) ...
- MELANCHOLIE, die... = η μελαγχολία ...
- MELANZANI, die... (österreichischer Ausdruck für: Aubergine, die) = η μελιτζάνα (Pl.: die Melanzani = οι μελιτζάνες) ...
- MELBOURNE... [Stadt in Australien] = η Μελβούρνη ...
- MELDEN... Übersicht: 1) [einen Sachverhalt, eine Person etc.] 2) sich melden 1) [einen Sachverhalt, eine Person etc.]: a) αναφέρω: • den Umstand [sc.:...
- MELDEPFLICHT, die...MELDEPFLICHT,...
- MELDEPFLICHTIG... [ein Vorkommnis bei der Behörde] = με υποχρεωτική δήλωση [Hueber-Kita] // δηλωτέος, -α, -ο [Langenscheidt online] // δηλώσιμος, -η,...
- MELDEZETTEL, der... [konkret betreffend eine in Österreich lebende Person] = το δελτίο δήλωσης διαμονής [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- MELDUNG, die... 1) [in einem Massenmedium]: a) η είδηση b) η αναφορά:...
Nachher:
- MELONE, die... 1) die Wassermelone ° το καρπούζι 2) die Honigmelone ° το πεπόνι ...
- MEMOIREN, die... [die (schriftlich aufgezeichneten) Lebenserinnerungen] = τα απομνημονεύματα ...
- MEMORANDUM, das... = το μνημόνιο ...
- MEMORIAM... • in memoriam …[Name] ° εις μνήμην του/της [...] ...
- MENGE, die... 1) [iS von: Quantität]: η ποσότητα: • eine große Menge an frischem Fleisch ° μεγάλη ποσότητα νωπού κρέατος 2) eine Menge [iS von: sehr viel(e)]:...
- MENISKUS, der... = ο μηνίσκος:...
- MENSA, die... = το εστιατόριο του Πανεπιστημίου // το φοιτητικό εστιατόριο ...
- MENSCH, der... 1) ο άνθρωπος 2) το πρόσωπο: • wenn wir einen geliebten Menschen beim Sterben [wörtl.:...
- MENSCHENANDRANG, der... = η πολυκοσμία: • Dieser Menschenandrang ist mir nicht besonders angenehm. ° Αυτή η πολυκοσμία δεν μου είναι ιδιαίτερα ευχάριστη....