ARTIKEL, der


1) [Worttyp in der Grammatik]: το άρθρο:

• der bestimmte Artikel [in der Grammatik – sc.: ο, η, το]  °  το οριστικό άρθρο

• der unbestimmte Artikel [in der Grammatik – sc.: ένας, μια, ένα]  °  το αόριστο άρθρο


2) [Beitrag in einer Zeitung]: το άρθρο


3) [iS von: Ware / Handelsobjekt]:

a) το είδος:

• Wenn wir [in einem Geschäft] einen fehlerhaften Artikel [iS von: eine fehlerhafte Ware] kaufen, […]  °  Εάν αγοράσουμε ένα ελαττωματικό είδος, [...]

• pharmazeutische Artikel (Arzneimittel / Arzneiwaren)  °  φαρμακευτικά είδη

• die Sportartikel  °  τα αθλητικά είδη

• Luxusartikel  °  είδη πολυτελείας

       b) το προϊόν [= wörtl.: das Produkt]:

• Einige Artikel haben leider eine längere Lieferzeit.  °  Μερικά προϊόντα έχουν δυστυχώς μεγαλύτερο χρόνο παράδοσης.


Weitere Wörter: