-WEISE [kiloweise etc.]


1) με + Mengeneinheit:

• kiloweise [etwas kaufen]

με το κιλό

• Die kleinen Orangen werden gewöhnlich nach Kilo (= nach Gewicht) verkauft, die großen stückwei­se  (nach Stück).

Τα μικρά πορτοκάλια πουλιόνται [Anm.: = πουλιούνται] συνήθως με το κιλό, τα μεγάλα με το κομμάτι.

• Wie werden die Autos vermietet? Tage­weise (Nach Tagen) oder kilometerweise (nach Kilome­tern)?

Πώς νοικιάζονται τ’ αυτοκίνητα; Με την μέρα ή με τα χιλιόμετρα.

[Anm.: τα χιλιόμετρα – Plural]

• die Zeitschriften, die jede Woche tonnen­weise  [meta­phorisch iS von: in großen Mengen] aus Athen eintrafen

τα περιοδικά που έφταναν με τον τόνο κάθε βδομάδα από την Αθήνα


2) Sonstiges:

• tonnenweise [Giftmüll exportieren]  °  κατά τόνους

• zentimeterweise / Zentimeter für Zentimeter [kroch er vorwärts]  °  εκατοστό το εκατοστό


Weitere Wörter:

Vorher