URINIEREN


1) [gehoben]: ουρώ (-είς):

• Müssen Sie urinieren (Wasser lassen*)? [Frage an Pflegeheimbewohner/in]  °  Πρέπει να ουρήσετε;   [DF (*) + GF aus: Hueber-Pflege]


2) [alltagssprachlich]: κατουρώ (-άς)


3) das Urinieren  °  η ούρηση


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • URKNALL, der... [englisch: the Big Bang] = η Μεγάλη Έκρηξη ...
  • URLAUB, der... 1) η άδεια: • Malandris [= mein Chef] gab mir einen Monat Urlaub. Ο Μαλανδρής μου έδωσε ένα μήνα άδεια. • Ich nahm eine Woche Urlaub....
  • URLAUBER, der / URLAUBERIN, die... [Anm.: vgl. auch Tourist / Touristin] 1) der Urlauber ° ο αδειούχος (Pl.:...
  • URLAUBSERINNERUNG, die... • Urlaubserinnerungen ° αναμνήσεις των διακοπών // αναμνήσεις από τις διακοπές ...
  • URLAUBSORT, der...URLAUBSORT,...
  • URLAUBSZIEL, das... 1) ο προορισμός (διακοπών):...
  • URNE, die... 1) [Gefäß zur Aufbewahrung der Asche eines Toten]: η τεφροδόχος [Anm.: η !...
  • URNENGANG, der... [= die Wahl] = η κάθοδος στις κάλπες ...
  • UROLOGE, der... = ο ουρολόγος ...