προς
προς τα εκεί [bzw.] προς τα κει:
• Γύρισε τον λαιμό της προς τα κει που της έδειξε πριν η Αλεξάνδρα. ° Sie drehte den Kopf in die Richtung, in die Alexandra vorhin gezeigt hatte. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΡΟΪΩΝ, -ούσα, -όν...προϊών, -ούσα, -όν = fortschreitend [Wendt (alte Auflage)] προϊόντος του χρόνου ° mit der Zeit [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΡΟΙΩΝ, -ούσα, -όν...richtig: ΠΡΟΪΩΝ, -ούσα, -όν ...
- ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ...προκειμένου 1. zu Herkunft und Bedeutung: [Holton, S 271 (GF) bzw. S 274 f. (EF)]: "Προκειμένου" προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα "πρόκειται". Χρησιμοποιείται Ι....
- ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ (εν προκειμένω)...προκειμένω εν προκειμένω: s. unter εν ...
- ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ...πρόκειται (Vergangenheitsform: επρόκειτο) 1. πρόκειται / πρόκειται για ° sich handeln (um) [etc.]: • Περί τίνος πρόκειται; Worum handelt es sich? / Worum geht's?...
- ΠΡΟΚΟΒΩ...προκόβω • ο μόνος απ’ όλο το σόι που πρόκοψε οικονομικά ° der einzige in der ganzen Sippe, der es finanziell zu etwas gebracht hatte [GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
- ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ, η...προκυμαία, η 1) der Kai [Pons online] // die Mole: • Αντί να βλέπεις τις πέτρινες προκυμαίες της Τεργέστης που μόλις είχαμε αφήσει,...
- ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΩ [bzw.] ΠΡΟΛΑΜΒΑΝΩ...προλαβαίνω [bzw.] προλαμβάνω I. Bedeutungsübersicht: 1) a) [auf festgesetzte Termine bezogen]: rechtzeitig [iS von:...
- ΠΡΟΜΗΘΕΥΩ...προμηθεύω Lt. Παπαζαφείρη 2, Seite 157, hat προμηθεύω nur die Bedeutung "(jemandem etwas) liefern", nicht hingegen "(jemanden mit etwas) beliefern"....
- ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...προπτυχιακός, -ή, -ό Zu den Begriffen προπτυχιακός (-ή, -ό) und μεταπτυχιακός (-ή, -ό): a) Vorbemerkung (Definition des Begriffs πτυχίο; weitere Diplome):...
Nachher:
- ΠΡΟΣΒΑΛΛΩ...προσβάλλω προσβάλλομαι από ° erkranken (an) ...
- ΠΡΟΣΓΕΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...προσγειωμένος, -η, -ο • γιατί, κατά τα άλλα,...
- ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΩ...προσγειώνω προσγειωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
- ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΩ...προσδιορίζω • Ποιές ήσαν αυτές, δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια. ° Welche [Therapieformen / μορφές θεραπείας] das waren (= sind),...
- ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ, η...προσέγγιση, η = [u.a.] der Ansatz [den jemand für seine Beschäftigung mit einem Problem bzw. dessen Lösung(sversuch) wählt] ...
- ΠΡΟΣΕΧΩ...προσέχω • του είπε να προσέχει την υγρασία ° [sie] sagte [zu ihm (der auf dem feuchten Boden saß)], er solle sich vor der Nässe in acht nehmen [GF+DF aus:...
- ΠΡΟΣΙΔΙΑΖΩ...προσιδιάζω = passen (εις / zu) // eigen sein [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...προσκολλημένος, -η, -ο = fixiert (σε / auf) [zB. eine Frau auf einen bestimmten Mann] ...
- ΠΡΟΣΠΕΡΝΩ...προσπερνώ (-άς) 1.1) vorbeigehen, vorbeifahren (an / Akk.): • Μια γυναίκα γυρίζει και με κοιτάζει με απορία αφού πρώτα με έχει προσπεράσει....