υπόψη [bzw.] υπ’ όψη [bzw.] υπ’ όψιν
Übersicht: 1. έχω υπόψη μου 2. λαμβάνω υπόψη (μου) / παίρνω υπόψη (μου) 3. Zum Zusammenhang der unter 1. und 2. genannten Wendungen 4. Übersetzungsbeispiele |
1. έχω υπόψη μου [ΛΚΝ]
[bzw.] έχω κάτι υπόψη μου [ΛΔΗ]
[bzw.] έχω υπ’ όψιν (μου) [ΛΜΠ]
• Τι έγινε χτες στην Λάρισα; – [Απάντηση:] Δεν έχω υπόψη μου. • Ποιος ήταν ο σπουδαιότερος νεοπλατωνικός φιλόσοφος; – [Απάντηση:] Δεν έχω υπόψη μου. • Μήπως έχετε υπόψη σας πότε φεύγει το τελευταίο λεωφορείο για το Λεωνίδι; |
• Έχεις υπόψη σου τις συνέπειες; • Δεν έχω τίποτε υπόψη μου για την περίπτωσή του (= δεν ξέρω τίποτε, δεν έχω ιδέα). |
• ήταν φυσικό ότι, όταν μιλούσε για άνθρωπο εργατικό και ικανό, είχε εσένα υπ’ όψιν του • έχω υπ’ όψιν (μου) τη δυσκολία αυτού που ζητώ, δεν υπάρχει όμως άλλη λύση |
• Mην ανησυχείς, το έχω υπόψη μου. • Nα το έχετε πάντα υπόψη σας. |
||
• Έχεις υπόψη σου να τον συναντήσεις; • Έχω υπόψη μου να τους ειδοποιήσω. |
2. λαμβάνω υπόψη (μου) / παίρνω υπόψη (μου) [ΛΚΝ]
[bzw.] λαβαίνω κάποιον ή κάτι υπόψη μου [ΛΔΗ]
[bzw.] λαμβάνω υπ’ όψιν (μου) [ΛΜΠ // ΛΤΣ]
τον ή το σκέπτομαι (πριν ενεργήσω) / δεν τον ή το παραλείπω / τον ή το συμπεριλαμβάνω στους συλλογισμούς μου |
υπολογίζω / λογαριάζω / προσέχω / αποδίδω σημασία σε κτ. |
δεν ξεχνώ / υπολογίζω |
έχω στον νου μου / υπολογίζω σοβαρά / δίνω ιδιαίτερη σημασία |
• Αν θελήσετε να πουλήσετε το οικόπεδό σας, παρακαλώ πάρα πολύ, να με λάβετε υπόψη σας (= ως ενδεχόμενο αγοραστή του), γιατί πολύ ενδιαφέρομαι να το αγοράσω. • Ωραίο το πρόγραμμά σου για την κατασκευή του σπιτιού, αλλά νομίζω, δεν έλαβες καθόλου υπόψη σου πώς θα μεταφερθούν τα υλικά. |
• Θα ληφθεί υπόψη η γνώση μιας ξένης γλώσσας. • Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την οικονομική του κατάσταση. • Kαλά τα κατάφερε, αν λάβεις υπόψη σου τις δυνατότητές του. • Λάβε υπόψη σου ότι ... • Δε θα το πάρω καθόλου υπόψη μου. |
πριν αποφασίσεις, πρέπει να λάβεις υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα |
Έλαβα υπόψιν* όσα μου είπες. *[Anm.: sic!] |
3. Zum Zusammenhang der unter 1. und 2. genannten Wendungen:
- ΛΚΡ (S. 1417) sieht sie als synonym an:
λαμβάνω ή έχω υπόψη μου: έχω στο νου μου κάποιο πρόσωπο, αντικείμενο ή γεγονός που θα το χρησιμοποιήσω αν υπάρξει ανάγκη ή μου δοθεί η ευκαιρία ή θα ενεργήσω ανάλογα – π.χ.:
• θα σε έχω υπόψη μου στις προσλήψεις που θα γίνουν
• να λάβεις υπόψη σου και την ηλικία του
- ebenso ΛΤΣ (S. 274), wo nach der Wendung "λαμβάνω υπ’ όψιν" und deren Definition vermerkt ist: Παράβαλε συνών.: "έχω υπ’ όψιν"
- zur jedenfalls bestehenden engen Verwandtschaft vgl. auch die Definition der Wendung "στα υπ’ όψιν" im ΛΜΠ (S. 1306):
σε αυτά που πρέπει να έχει κανείς στον νου του*, που δεν πρέπει να ξεχαστούν**
π.χ.:
• δεν προλαβαίνουμε να επιλύσουμε τώρα αυτό το πρόβλημα· βάλε το στα υπ’ όψιν
**[vgl. dazu oben die Definition der Wendung "λαμβάνω υπ’ όψιν (μου)" im ΛΜΠ]
4. Übersetzungsbeispiele:
a) für έχω ... :
• Έχετε υπ’ όψιν σας την "Διατριβή περί ψυχιατρικής" του δόκτορος Εμίλ Κρέπελιν; [...] Πρόκειται περί αναλύσεως του φαινομένου της [...] ψυχώσεως. |
Kennen Sie Doktor Emil Krepelins [richtig: Kraepelins] "Abhandlung über die Psychiatrie"? […] Es handelt sich um eine Analyse des Phänomens der […] Psychose. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Ο Σιντ έμεινε σκεφτικός. [...] "Έχω κάποιον υπ’ όψη μου που μπορεί να ενδιαφέρεται", είπε ο Σιντ [...]. |
Sid dachte nach. […] "Ich habe da jemanden im Kopf, der sich dafür [sc. für dein Angebot] interessieren könnte", sagte Sid […]. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
b) für λαμβάνω ... :
• Το Κοινοβούλιο λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη την ισορροπία μεταξύ των φύλων. |
Das [Europäische] Parlament achtet [bei seiner Zustimmung zur Ernennung von Mitgliedern der Europäischen Kommission] besonders auf ein angemessenes Verhältnis von Männern und Frauen. [GF+DF von der Webseite der EU] |
• [...] να ληφθούν πλήρως υπόψη οι διατάξεις της Συνθήκης |
[…], dass [...] den Vertragsbestimmungen […] in vollem Umfang Rechnung getragen wird ° […] that […] full account is taken of the Treaty provisions [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF + EF aus einem Dokument des Europäischen Rates] |
• λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές και περιφερειακές ιδιομορφίες |
unter Berücksichtigung der nationalen und regionalen Unterschiede ° taking into account national and regional differences [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF + EF aus einem Dokument des Europäischen Rates] |
• λαμβάνοντας υπόψη τις εργασίες της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής |
unter Berücksichtigung der Arbeit des Ausschusses für Wirtschaftspolitik ° taking into consideration the work being done by the Economic Policy Committee [GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF + EF aus einem Dokument des Europäischen Rates] |
• Την επόμενη φορά θα το λάβω υπόψη μου. |
Das nächste Mal halte ich mich dran! [sc. daran, dass es sich aufgrund eines Schildes (das ich in der Eile übersehen hatte) um einen Privatparkplatz handelt, auf dem ich mein Auto nicht abstellen hätte dürfen] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Σχεδόν συγκινητικό θα έλεγα, αν λάβετε υπ’ όψιν ότι ο παππούς δεν είχε καμιά σχέση με τη λογοτεχνία. |
Fast rührend, würde ich sagen [war es von meinem Großvater, mir den Namen einer berühmten Romanfigur zu geben], wenn man bedenkt, dass der Großvater keinerlei Beziehung zur Literatur hatte. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
Weitere Wörter:
- ΥΠΟΘΕΤΩ...υποθέτω 1. Bedeutung: annehmen [iS von: eine Annahme treffen] 2. passive Form: υποτίθεμαι (-τίθεσαι, -τίθεται, ...) zu υποτίθεται: s....
- ΥΠΟΛΟΓΙΣΙΜΟΣ, -η, -ο...υπολογίσιμος, -η, -ο • όταν [...] η ομάδα [......
- ΥΠΟΝΟΩ...υπονοώ (-είς) • Τη ρώτησα για τη ζωή της σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι, υπονοώντας τη δική της μοναξιά. ° Ich fragte sie nach ihrem Leben in diesem großen Haus,...
- ΥΠΟΠΤΕΥΟΜΑΙ...υποπτεύομαι • Και το καλύτερο είναι ότι δεν υποπτεύεται τίποτα. ° And the best part of it is, she doesn't suspect a thing. ° Und das Beste ist,...
- ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΩ...υποστηρίζω • υποστηρίζουν, σε όλα τα επίπεδα, μια πολιτική που εγγυάται την ύπαρξη κοινωνικών προδιαγραφών ° sie [sc....
- ΥΠΟΣΤΩ (θα, να, ...)...υποστώ (-είς) (θα, να, ...) s. υφίσταμαι ...
- ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...υποτιθέμενος, -η, -ο 1) vermeintlich / angeblich [etc.]: • Η υποτιθέμενη εξοικονόμηση χρόνου δεν υπάρχει πλέον....
- ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ...υποτίθεται 1.1. υποτίθεται ότι / πως ° angeblich / soll [etc.] * // [weiters u.a. übersetzbar mit:] eigentlich [BS s. unter eigentlich (Z 10)] *) zB.:...
- ΥΠΟΧΡΕΟΥΜΑΙ...υποχρεούμαι υποχρεούνται (να ...) ° υποχρεώνονται (να ...) ° sie sind verpflichtet (... zu ...) / sie haben (... zu ......
- ΥΠΟΧΡΕΩΝΩ...υποχρεώνω 1. Grundbedeutung: verpflichten // zwingen: • Οι δράστες υποχρέωσαν τους ιδιοκτήτες να πάνε σε ένα άλλο δωμάτιο,...
- ΥΠΟΨΙΑΖΟΜΑΙ...υποψιάζομαι 1) έχω υποψίες εναντίον κάποιου [ΛΚΝ] (= verdächtigen / im Verdacht haben) π.χ.: • Tον υποψιάζονται για κλοπή....
- ΥΠΟΨΙΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...υποψιασμένος, -η, -ο s. unter υποψιάζομαι ...
- ΥΣΤΕΡΑ...ύστερα 1. Grundbedeutung: nachher, danach, dann [etc.] 2. ύστερα από ° nach 2. κι ύστερα λες (λέει, ...): • Κι ύστερα μου λες ότι πολλά έμαθες στη Γερμανία....
- ΥΣΤΕΡΟΤΕΡΟΣ, -η, -ο...υστερότερος, -η, -ο • στα υστερότερα χρόνια ° in späteren Jahren [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΥΦΙΣΤΑΜΑΙ...υφίσταμαι 1) bestehen, existieren, vorhanden sein [etc.]: • Μεταξύ των διαδίκων υφίσταται διαφωνία ως προς [......
- ΥΦΟΣ, το...ύφος, το Übersicht: 1) der Stil [von Musik, Sprache etc.] 2) das Gehabe / die Art 3) der Ton(fall) [etc....
- ΥΨΗΛΟΣ, -ή, -ό...υψηλός, -ή, -ό 1) als gehobener Ausdruck synonym mit ψηλός, -ή, -ό 2) hoch [in rangmäßiger oder qualitativer Hinsicht]:...
- ΦΑΙΝΟΜΑΙ...φαίνομαι 1. Grundbedeutungen: a) sich zeigen; zu sehen sein, sichtbar sein [etc.]: • Πού είναι η Άννα; – Δεν φαίνεται πουθενά. ° Wo ist Anna?...
- ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, το...φαινόμενο, το 1. Grundbedeutungen: a) das Phänomen, die Erscheinung, der Effekt:...