BANGEN


1) αγωνιώ (-άς):

• die Mittelschicht [der Bevölkerung] bangt um [die Bewahrung von] Arbeit, Einkommen und Status  °  τα μεσαία στρώματα αγωνιούν για τη διατήρηση της εργασίας, του εισοδήματος και της κοινωνικής τους θέσης   [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]

• Tag für Tag bangen sie  °  μέρα με τη μέρα αγωνιούν   [GF+DF aus einem Gedicht in "Kalimerhaba"]

• und nur der Gedanke, dass Marighó bangend auf ihn wartete [veranlasste ihn, im Schnee­gestöber weiterzu­gehen]  °  και μόνο η σκέψη ότι η Μαριγώ τον περίμενε κι αγωνιούσε   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


2) καρδιοχτυπώ (-άς):

• viele bangten [zB. wegen des ungewissen Schicksals ihrer Angehörigen]  °  πολλοί καρδιοχτύπησαν

• sie bangen mit mir  °  καρδιοχτυπούν μαζί μου


3) Sonstiges:

• das Bangen / die Sorge [zB. ob einem sich verspätenden Angehörigen etwas zuge­stoßen ist]  °  η αγωνία


Weitere Wörter:

Vorher
  • BALLUNGSRAUM, der... • der Ballungsraum / das dichtbesiedelte (dichtbewohnte) Gebiet ° η πυκνοκατοικημένη περιοχή ...
  • BALTIKUM, das... = η Βαλτική: • die drei Republiken des Baltikums [= Estland, Lettland,...
  • BANAL... s. unter trivial ...
  • BANALITÄT, die... s. Trivialität, die ...
  • BANANE, die... = η μπανάνα (Pl.: οι μπανάνες / Gen.: των μπανανών) ...
  • BAND, das... 1) [iS von: (Stoff-)Streifen // (Stoff-)Träger]: a) η κορδέλα b) Sonstiges: • ein weißer Bikini,...
  • BAND, der... [Buch] = ο τόμος ...
  • BAND, die... [Musikgruppe zB. im Bereich der Rockmusik] = η μπάντα * // το συγκρότημα (= die Formation / die Gruppe) [synonym] *(Gen.: της μπάντας / Pl.:...
  • BANDAGIEREN... • bandagiert [z.B. ein verletzter Arm] ° τυλιγμένος (-η, -ο) με επίδεσμο ...
  • BANDE, die... 1) [kriminelle Gruppierung]:...
Nachher:
  • BANGKOK... = η Μπανγκόκ (Gen.: της Μπανγκόκ) ...
  • BANGLADESCH... = το Μπανγκλαντές ...
  • BANJA LUKA... [Stadt in Bosnien-Herzegowina] = η Μπάνια Λούκα (Gen.: της Μπάνια Λούκα [keine Deklination!]) ...
  • BANK, die... 1) [Sitzgelegenheit]: a) το παγκάκι: • die (Park-)Bank ° το παγκάκι (Pl.: τα παγκάκια) b) [Schulbank]: το θρανίο:...
  • BANKANGESTELLTER (der Bankangestellte) / BANKANGESTELLTE, die...BANKANGESTELLTER (der Bankangestellte) / BANKANGESTELLTE,...
  • BANKAUTOMAT, der... vgl. Bankomat, der ...
  • BANKFILIALE, die... • 20 Bankfilialen ° 20 υποκαταστήματα τραπεζών ...
  • BANKGEHEIMNIS, das... = το τραπεζικό απόρρητο (Gen.: του τραπεζικού απορρήτου) ...
  • BANKGESCHÄFT, das...BANKGESCHÄFT,...