BRANCHE, die


1) ο κλάδος:

• die Veränderungen in der Eigentums­struktur (in den Eigentums­verhält­nissen) der Branche [sc. in der Teig­waren­­industrie]

οι μεταβολές στην ιδιοκτησιακή διάρθρωση του κλάδου

• Mein Vater arbeitet in der Computer­branche.

Ο πατέρας μου εργάζεται στον κλάδο των κομπιούτερ.  //  Ο πατέρας μου δουλεύει στον κλάδο των υπολογιστών.  [synonym]

• in den [im Rahmen der Studie] unter­such­ten [Industrie-]Branchen

στους εξεταζόμενους κλάδους

• in touristischen Unternehmen, aber auch in Unter­nehmen anderer Branchen (Zwei­ge) der Wirt­schaft [sind Arbeitsplätze in Gefahr]

σε τουριστικές επιχειρήσεις, αλλά και σε επιχειρήσεις άλλων κλάδων της οικονομίας


2) Sonstiges:

• Bist du aus der Branche? (Bist du vom Fach?) [Frage der Sängerin Rita Sakellariou an jemanden, der am Gang vor den Künstlergarderoben steht] – [A:] Ja, ich bin Text­dich­ter. Ich heiße [Vaggelis] Simos.  °  Είσαι του επαγγέλματος; – Ναι, είμαι στιχουργός. Λέγομαι Σίμος.

• Ich arbeite [als Karikaturist] bei einer Zeitung, die keine große Auflage hat, aber ich ar­bei­te viele Jahre. Mich kennen vor allem die Leute aus der Branche (die Branchen­kolle­gen / die Leute vom Fach).  °  Δουλεύω σε μια εφημερίδα που δεν έχει μεγάλη κυκλο­φορία, αλλά δουλεύω πολλά χρόνια. Με ξέρουν κυρίως οι άνθρωποι της δουλειάς.


Weitere Wörter:

Vorher
  • BOX, die... [als Packungs- und Verkaufseinheit für mehrere DVDs] = η κασετίνα ...
  • BOXEN [Verb]... 1) [sich als Boxsportler betätigen]: πυγμαχώ (-είς) 2) [mit der Faust Schläge oder Stöße versetzen]: γρονθοκοπώ (-είς * [bzw.] -άς **) [bzw....
  • BOXEN, das... [Sportart] = η πυγμαχία // το μποξ [synonym] ...
  • BOXER, der... [sc. der Boxsportler] = ο πυγμάχος // ο μποξέρ [synonym] ...
  • BOXHANDSCHUH, der... = το γάντι πυγμαχίας [bzw.] το γάντι του μποξ ...
  • BOXKAMPF, der... = ο πυγμαχικός αγώνας // ο αγώνας πυγμαχίας // ο αγώνας μποξ ...
  • BOXSPORTLER, der... • Amateur-Boxsportler ° ερασιτέχνες πυγμάχοι-αθλητές ...
  • BOYKOTT, der... [zB. von Produkten, die aus einem bestimmten Land stammen] = το μποϊκοτάζ (auch: το μποϋκοτάζ) ...
  • BOYKOTTIEREN... = μποϊκοτάρω (auch: μποϋκοτάρω) ...
  • BRACHLIEGEN... [eine Grundfläche] = μένω ανεκμετάλλευτος (-η, -ο) ...
Nachher:
  • BRANCHEN+... • die Branchenkollegen ° οι άνθρωποι της δουλειάς [BS s. unter Branche,...
  • BRAND, der... = η πυρκαγιά * // η φωτιά (= das Feuer) [synonym] *(Pl.: οι πυρκαγιές / Gen.:...
  • BRANDBOMBE, die... = η εμπρηστική βόμβα: • sie warfen Brandbomben ° έριξαν εμπρηστικές βόμβες ...
  • BRANDSALBE, die... [Salbe, die bei Verbrennungen verwendet wird] = η αλοιφή καψίματος ...
  • BRANDSCHUTZ+... s. Feuerschutz+ ...
  • BRANDSTIFTER, der / BRANDSTIFTERIN, die... 1) der Brandstifter ° ο εμπρηστής 2) die Brandstifterin ° η εμπρήστρια ...
  • BRANDSTIFTUNG, die... = ο εμπρησμός ...
  • BRANDY, der... = το μπράντυ ...
  • BRASILIANER, der / BRASILIANERIN, die... 1) der Brasilianer ° ο Βραζιλιάνος * [bzw.] ο Βραζιλιανός 2) die Brasilianerin ° η Βραζιλιάνα * [bzw....