ALARM+


1) die Alarmanlage  °  ο συναγερμός:

• die Alaramanlage (irgend)eines Autos beginnt zu heulen  °  αρχίζει να ουρλιάζει ο συναγερμός κάποιου αυτοκινήτου


2) die Alarmbereitschaft:

       a) η επιφυλακή:

• Der konkrete Vorfall hatte sie alle in Alarmbereitschaft versetzt.  °  Το συγκεκριμένο περιστατικό τους είχε βάλει όλους σε επιφυλακή.

       b) η κατάσταση ετοιμότητας:

• Die Militärbasen im ganzen Land werden in höchste Alarmbereitschaft versetzt.  °  Οι στρατιωτικές βάσεις σ’ ολόκληρη τη χώρα τίθενται σε κατάσταση ύψιστης* ετοιμότητας.    *[bzw. auch: υψίστης]


3) das Alarmsignal (das Warnsignal)  °  το σήμα κινδύνου:

• der Schmerz ist ein Alarmsignal (Warnsignal) für eine Krankheit, die wir haben  °  ο πόνος είναι σήμα κινδύνου για κάποια αρρώστια που έχουμε


4) die Alarmstufe  °  το όριο συναγερμού:

• Informationsstufe (Informationsschwelle): 180 mg/m³  –  Alarmstufe (Alarmschwelle): 240 mg/m³ [für die Ozonwerte in Griechenland] °  

°  όριο ενημέρωσης: 180 mg/m³  –  όριο συναγερμού: 240 mg/m³


5) Alarmzustand, der  °  η κατάσταση συναγερμού:

• die Spitäler wurden [nach der Großkatastrophe] in Alarmzustand versetzt  °  τα νοσοκομεία τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού



Weitere Wörter:

Vorher