FERNSEHSENDER, der (Fernsehstation, die)


1) ο τηλεοπτικός σταθμός  //  ο σταθμός τηλεόρασης:

• In Berlin gibt es zwei griechische Fernsehsender.  °  Στο Βερολίνο υπάρχουν δύο ελληνικοί σταθμοί τηλεόρασης.


2) το (τηλεοπτικό) κανάλι:

• die privaten Fernsehsender  °  τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια  [bzw.]  τα ιδιωτικά κανάλια *

*[Anm.: vgl. etwa die Formulierung: "τώρα, που ξεφύτρωσαν τα ιδιωτικά κανάλια και οι ιδιωτικοί σταθμοί στο ραδιόφωνο"]

• die griechischen Fernsehsender [zB. Mega, Alpha, Star, Antenna usw.]  °  τα ελληνικά κανάλια


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher: