αναλογία, η
τηρουμένων των αναλογιών ° im Verhältnis (gesehen) / proportional (gesehen)
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΜΦΙΑ, τα...άμφια,...
- ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ, η...αμφιθυμία, η • Και πρέπει να σας πω ότι νιώθω αμφιθυμία απέναντι στην κριτική. Ποτέ δεν γίνεται στην ώρα της και ποτέ δεν βλέπει μπροστά....
- ΑΝ...αν 1. Grundbedeutungen: a) wenn: • Κι αν ξαφνικά κι αυθόρμητα μου ήρθε να σας πω για την Κριστιάν, είναι γιατί [...] Und wenn mir auf einmal einfiel,...
- ΑΝΑΒΩ...ανάβω 1. ανάβω καρδιές: • Η Ελένη ανάβει καρδιές. (= ξεσηκώνει ερωτικό πόθο) [Εμμ.] 2.1. ανάβω φωτιά (ή φωτιές) (σε κάποιον) (στην καρδιά):...
- ΑΝΑΓΛΥΦΟΣ, -η, -ο...ανάγλυφος, -η, -ο 1) anschaulich, plastisch 2) hervorstechend, markant:...
- ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΜΑΙ...αναδεικνύομαι s. unter αναδεικνύω / αναδείχνω ...
- ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΩ / ΑΝΑΔΕΙΧΝΩ...αναδεικνύω / αναδείχνω 1. [aktiv]: [u.a.]: a) zur Geltung bringen, hervorheben b) [weiters:] • τα κείμενα που την αναδεικνύουν ως μεγάλη συγγραφέα ° die Texte,...
- ΑΝΑΘΕΜΑ, το...ανάθεμα, το 1. ανάθεμα: ως κατάρα,...
- ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΣ, -η, -ο...αναίσθητος, -η, -ο [Anm.: αναίσθητος ist zu unterscheiden von ασυναίσθητος (= unwillkürlich, unbewusst)!] 1) bewusstlos 2) gefühllos [iS von:...
- ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ...αναλαμβάνω 1. Grundbedeutung: übernehmen: • αναλαμβάνω την υπεράσπιση ° [als Anwalt] die Verteidigung [des Angeklagten] übernehmen 2. αναλαμβάνω να ... :...
Nachher:
- ΑΝΑΛΥΣΗ, η...ανάλυση, η σε τελευταία αναλύση: • Σε τελευταία ανάλυση είναι άγρια [ζώα] κι επιθυμούν να μείνουν άγρια. ° Wenn man es genau betrachtet,...
- ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, η...αναμέτρηση, η = die Kraftprobe [im metaphorischen Sinne] ...
- ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΗ, η...αναπαλαίωση, η zum Verhältnis der Begriffe αναπαλαίωση und ανάπλαση:...
- ΑΝΑΠΛΑΣΗ, η...ανάπλαση, η zum Verhältnis der Begriffe ανάπλαση und αναπαλαίωση:...
- ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΩ...αναπληρώνω • Οι διαρθρωτικές αλλαγές δημιουργούν προβλήματα όταν η απώλεια θέσεων εργασίας δεν αναπληρώνεται....
- ΑΝΑΠΝΟΗ, η...αναπνοή, η 1. Grundbedeutungen: a) der Atem: • Κρατούσαν την αναπνοή τους. ° Sie hielten [aufgrund des großen Gestanks] ihren Atem an. b) die Atmung 2....
- ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΖΩ...αναποδογυρίζω 1) [transitiv]: umwerfen, umstoßen [zB. ein Glas] // umdrehen [zB. eine Tasse] 2) [intransitiv]: umfallen, umkippen [zB. ein Glas,...
- ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ, η...αναπροσαρμογή, η = die Umstellung, die Anpassung, die Neuausrichtung, die Neuorientierung, die Kurskorrektur [im metaphorischen Sinn] [etc.] ...
- ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΖΩ...αναπροσαρμόζω = umstellen [zB. die Industrie auf die Erzeugung von Exportgütern] ...