KAPITALANLAGE, die
[zB. eine Wohnung, die man kauft]
= η τοποθέτηση κεφαλαίου
Weitere Wörter:
Vorher
- KANTON, der... [in der Schweiz] = το καντόνι [bzw.] το καντόνιο (Gen.: του καντονίου) ...
- KANZEL, die... 1) [in der Kirche]: ο άμβωνας 2) die (Piloten-)Kanzel (die Pilotenkabine / das Cockpit) [eines Flugzeugs] ° το πιλοτήριο (Gen.:...
- KANZLEI, die... • die Rechtsanwaltskanzlei ° το δικηγορικό γραφείο ...
- KANZLER, der / KANZLERIN, die... 1) der Kanzler ° ο καγκελάριος (Gen.: του καγκελαρίου [bzw.] του καγκελάριου) 2) die Kanzlerin ° η καγκελάριος (Gen.:...
- KAP, das... = το ακρωτήρι(ο): • das Kap der Guten Hoffnung ° το Ακρωτήρι(ο) της Καλής Ελπίδας ...
- KAPAZITÄT, die... 1) [Produktionskapazität]: a) η παραγωγική ικανότητα [bzw.] η ικανότητα παραγωγής: • die Nachfrage steigt,...
- KAPAZITÄTS+... • die Kapazitätsauslastung: s. unter Auslastung, die ...
- KAPELLE, die... 1) [kleines Kirchengebäude bzw. entsprechender Gebäudeteil]: a) το παρεκκλήσι b) το εκκλησάκι (= das Kirchlein) 2) [Musikgruppe]:...
- KAPERN... [ein Flugzeug] s. unter entführen ...
- KAPITAL, das... 1) το κεφάλαιο [bzw.] τα κεφάλαια: • "Das Kapital" [von Karl Marx] ° "Το Κεφάλαιο" • die Zu- und die Abflüsse von Kapital [in ein bzw....
Nachher:
- KAPITALDECKUNGSVERFAHREN, das... [zur Pensionsfinanzierung (im Gegensatz zum Umlageverfahren)] = το κεφαλαιοποιητικό σύστημα [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
- KAPITALIST, der / KAPITALISTIN, die...KAPITALIST, der / KAPITALISTIN,...
- KAPITALISTISCH... 1) [personenbezogen]: καπιταλιστής / καπιταλίστρια:...
- KAPITALKRÄFTIG... • kapitalkräftige Umweltschutzorganisationen ° οργανισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος που διαθέτουν μεγάλα κεφάλαια ...
- KAPITALMARKT, der... = η αγορά κεφαλαίων * // η κεφαλαιαγορά [bzw.] η κεφαλαιοαγορά *(bzw. Plural auch:...
- KAPITALVERKEHR, der... = η (δια)κίνηση του κεφαλαίου [bzw.] (των) κεφαλαίων // η κυκλοφορία του κεφαλαίου [bzw.] (των) κεφαλαίων:...
- KAPITÄN, der... 1) [eines Schiffs]: ο κυβερνήτης // o πλοίαρχος * // ο καπετάνιος * :...
- KAPITEL, das... = το κεφάλαιο:...
- KAPITELL, das... [oberer Abschluss einer Säule etc.] = το κιονόκρανο ...