KAPAZITÄT, die


1) [Produktionskapazität]:

a) η παραγωγική ικανότητα [bzw.] η ικανότητα παραγωγής:

• die Nachfrage steigt, und die Produktionskapazität eines Unternehmens erschöpft sich [infolge dessen]  °  η ζήτηση αυξάνεται και η παραγωγική ικανότητα μιας επιχείρησης εξαντλείται

• Die Produktionskapazität [der Industriebetriebe] wächst (erhöht sich) rascher als in der Ver­gangenheit.  °  Η ικανότητα παραγωγής αυξάνεται ταχύτερα από όσο στο παρελθόν.

• die Überkapazität [zB. in der Automobilindustrie]  °  η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα * [bzw.] η πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής    [synonym]  

*(Gen.: της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας)

b) το παραγωγικό δυναμικό:

• das Unternehmen investiert, um seine Produktionskapazität zu erhöhen  °  η επιχείρηση επενδύει για να αυξήσει το παραγωγικό της δυναμικό


2) [iS von Fassungsvermögen]: η χωρητικότητα:

• die großen Speicherkapazitäten [moderner Computer]  °  οι μεγάλες χωρητικότητες μνήμης


3) [iS von: der Experte, der große Könner]  °  η αυθεντία



Weitere Wörter:

Vorher
  • KANONE, die... = το κανόνι ...
  • KANONEN+... • das Kanonenboot ° η κανονιοφόρος [Anm.: η !] • die Kanonenkugel ° η σφαίρα κανονιού ...
  • KANTATE, die... = η καντάτα: • die Kantaten von [Johann Sebastian] Bach ° οι καντάτες του Μπαχ ...
  • KANTE, die... • die Kante [eines Würfels] ° η ακμή • die Bahnsteigkante: s. eigenes Stichwort ...
  • KANTINE, die... 1) η καντίνα: • die Kantine [zB. in einer Schule oder einem Bürogebäude] ° η καντίνα • die Schulkantine ° η καντίνα του σχολείου 2) Sonstiges:...
  • KANTON, der... [in der Schweiz] = το καντόνι [bzw.] το καντόνιο (Gen.: του καντονίου) ...
  • KANZEL, die... 1) [in der Kirche]: ο άμβωνας 2) die (Piloten-)Kanzel (die Pilotenkabine / das Cockpit) [eines Flugzeugs] ° το πιλοτήριο (Gen.:...
  • KANZLEI, die... • die Rechtsanwaltskanzlei ° το δικηγορικό γραφείο ...
  • KANZLER, der / KANZLERIN, die... 1) der Kanzler ° ο καγκελάριος (Gen.: του καγκελαρίου [bzw.] του καγκελάριου) 2) die Kanzlerin ° η καγκελάριος (Gen.:...
  • KAP, das... = το ακρωτήρι(ο): • das Kap der Guten Hoffnung ° το Ακρωτήρι(ο) της Καλής Ελπίδας ...
Nachher:
  • KAPAZITÄTS+... • die Kapazitätsauslastung: s. unter Auslastung, die ...
  • KAPELLE, die... 1) [kleines Kirchengebäude bzw. entsprechender Gebäudeteil]: a) το παρεκκλήσι b) το εκκλησάκι (= das Kirchlein) 2) [Musikgruppe]:...
  • KAPERN... [ein Flugzeug] s. unter entführen ...
  • KAPITAL, das... 1) το κεφάλαιο [bzw.] τα κεφάλαια: • "Das Kapital" [von Karl Marx] ° "Το Κεφάλαιο" • die Zu- und die Abflüsse von Kapital [in ein bzw....
  • KAPITALANLAGE, die... [zB. eine Wohnung, die man kauft] = η τοποθέτηση κεφαλαίου ...
  • KAPITALDECKUNGSVERFAHREN, das... [zur Pensionsfinanzierung (im Gegensatz zum Umlageverfahren)] = το κεφαλαιοποιητικό σύστημα [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
  • KAPITALIST, der / KAPITALISTIN, die...KAPITALIST, der / KAPITALISTIN,...
  • KAPITALISTISCH... 1) [personenbezogen]: καπιταλιστής / καπιταλίστρια:...
  • KAPITALKRÄFTIG... • kapitalkräftige Umweltschutzorganisationen ° οργανισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος που διαθέτουν μεγάλα κεφάλαια ...