KANONE, die
= το κανόνι
Weitere Wörter:
Vorher
- KANAREN, die... (= die Kanarischen Inseln) vgl. unter kanarisch ("die Kanarischen Inseln") ...
- KANARISCH... • die Kanarischen Inseln ° τα Κανάρια Νησιά * *[bzw.] οι Κανάριοι Νήσοι [bzw.] οι Κανάριες Νήσοι (Akk.:...
- KANDIDAT, der / KANDIDATIN, die... 1) der Kandidat ° ο υποψήφιος:...
- KANDIDATEN+... • die Kandidatenländer / die Beitrittskandidaten [für eine Aufnahme in die EU] ° οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες // τα υποψήφια μέλη [bzw....
- KANDIDIEREN... 1) βάζω υποψηφιότητα: • kandidieren [zB....
- KANINCHEN, das... = το κουνέλι ...
- KANINCHEN+... • die Kaninchenzucht ° το κουνελοτροφείο ...
- KANISTER, der... [für Wasser, Öl, Benzin etc.] = το μπιτόνι ...
- KÄNNCHEN, das... = το κανατάκι:...
- KANNE, die... 1) η κανάτα: • die große Kanne [zB. mit heißem Wasser für den Tee] ° η μεγάλη κανάτα • die Glaskanne [zB. eine solche,...
Nachher:
- KANONEN+... • das Kanonenboot ° η κανονιοφόρος [Anm.: η !] • die Kanonenkugel ° η σφαίρα κανονιού ...
- KANTATE, die... = η καντάτα: • die Kantaten von [Johann Sebastian] Bach ° οι καντάτες του Μπαχ ...
- KANTE, die... • die Kante [eines Würfels] ° η ακμή • die Bahnsteigkante: s. eigenes Stichwort ...
- KANTINE, die... 1) η καντίνα: • die Kantine [zB. in einer Schule oder einem Bürogebäude] ° η καντίνα • die Schulkantine ° η καντίνα του σχολείου 2) Sonstiges:...
- KANTON, der... [in der Schweiz] = το καντόνι [bzw.] το καντόνιο (Gen.: του καντονίου) ...
- KANZEL, die... 1) [in der Kirche]: ο άμβωνας 2) die (Piloten-)Kanzel (die Pilotenkabine / das Cockpit) [eines Flugzeugs] ° το πιλοτήριο (Gen.:...
- KANZLEI, die... • die Rechtsanwaltskanzlei ° το δικηγορικό γραφείο ...
- KANZLER, der / KANZLERIN, die... 1) der Kanzler ° ο καγκελάριος (Gen.: του καγκελαρίου [bzw.] του καγκελάριου) 2) die Kanzlerin ° η καγκελάριος (Gen.:...
- KAP, das... = το ακρωτήρι(ο): • das Kap der Guten Hoffnung ° το Ακρωτήρι(ο) της Καλής Ελπίδας ...