KANTATE, die


=  η καντάτα:

• die Kantaten von [Johann Sebastian] Bach  °  οι καντάτες του Μπαχ


Weitere Wörter:

Vorher
  • KANDIDAT, der / KANDIDATIN, die... 1) der Kandidat ° ο υποψήφιος:...
  • KANDIDATEN+... • die Kandidatenländer / die Beitrittskandidaten [für eine Aufnahme in die EU] ° οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες // τα υποψήφια μέλη [bzw....
  • KANDIDIEREN... 1) βάζω υποψηφιότητα: • kandidieren [zB....
  • KANINCHEN, das... = το κουνέλι ...
  • KANINCHEN+... • die Kaninchenzucht ° το κουνελοτροφείο ...
  • KANISTER, der... [für Wasser, Öl, Benzin etc.] = το μπιτόνι ...
  • KÄNNCHEN, das... = το κανατάκι:...
  • KANNE, die... 1) η κανάτα: • die große Kanne [zB. mit heißem Wasser für den Tee] ° η μεγάλη κανάτα • die Glaskanne [zB. eine solche,...
  • KANONE, die... = το κανόνι ...
  • KANONEN+... • das Kanonenboot ° η κανονιοφόρος [Anm.: η !] • die Kanonenkugel ° η σφαίρα κανονιού ...
Nachher:
  • KANTE, die... • die Kante [eines Würfels] ° η ακμή • die Bahnsteigkante: s. eigenes Stichwort ...
  • KANTINE, die... 1) η καντίνα: • die Kantine [zB. in einer Schule oder einem Bürogebäude] ° η καντίνα • die Schulkantine ° η καντίνα του σχολείου 2) Sonstiges:...
  • KANTON, der... [in der Schweiz] = το καντόνι [bzw.] το καντόνιο (Gen.: του καντονίου) ...
  • KANZEL, die... 1) [in der Kirche]: ο άμβωνας 2) die (Piloten-)Kanzel (die Pilotenkabine / das Cockpit) [eines Flugzeugs] ° το πιλοτήριο (Gen.:...
  • KANZLEI, die... • die Rechtsanwaltskanzlei ° το δικηγορικό γραφείο ...
  • KANZLER, der / KANZLERIN, die... 1) der Kanzler ° ο καγκελάριος (Gen.: του καγκελαρίου [bzw.] του καγκελάριου) 2) die Kanzlerin ° η καγκελάριος (Gen.:...
  • KAP, das... = το ακρωτήρι(ο): • das Kap der Guten Hoffnung ° το Ακρωτήρι(ο) της Καλής Ελπίδας ...
  • KAPAZITÄT, die... 1) [Produktionskapazität]: a) η παραγωγική ικανότητα [bzw.] η ικανότητα παραγωγής: • die Nachfrage steigt,...
  • KAPAZITÄTS+... • die Kapazitätsauslastung: s. unter Auslastung, die ...