KNOPFLOCH, das


1) η κουμπότρυπα


2) η μπουτονιέρα:

• eine Blume im Knopfloch  °  ένα λουλούδι στην μπουτονιέρα


3) Sonstiges:

• mit einer Blume im Knopfloch [wörtl.: am Revers]  °  με ένα λουλούδι στο πέτο


Weitere Wörter:

Vorher
  • KNITTERFREI... [eine Textilware] = δεν ζαρώνει // δεν τσαλακώνεται ...
  • KNOBLAUCH, der... = το σκόρδο ...
  • KNÖCHEL, der... [sc. der Fußknöchel] = ο αστράγαλος ...
  • KNOCHEN, der... 1) το κόκκαλο [bzw.] το κόκαλο: • die Knochen [zB. des Menschen] ° τα κόκ(κ)αλα [Anm.: synonym:...
  • KNOCHENMARK, das... = ο μυελός των οστών ...
  • KNÖCHERN... vgl. knochig ...
  • KNOCHIG... = κοκ(κ)αλιάρης, -α, -ικο [bzw.] κοκ(κ)αλιάρικος, -η, -ο:...
  • KNÖDEL, der... [lt. Duden insbesondere süddeutsch und österreichisch für: Kloß, der] • Kartoffelknödel ° κεφτέδες πατάτας [DF+GF aus:...
  • KNOPF, der... 1) [zum Verschließen oder als Zierde eines Kleidungsstücks]: το κουμπί:...
  • KNOPFDRUCK, der... = το πάτημα στο κουμπί [bzw.] το πάτημα κουμπιού:...
Nachher:
  • KNOSPE, die... [einer Blume] = το μπουμπούκι ...
  • KNOTEN, der... 1) ο κόμπος: • der Knoten [zB. in einem Schiffstau] ° ο κόμπος • der Krawattenknoten / der Krawattenknopf ° ο κόμπος της γραβάτας 2) Sonstiges:...
  • KNOW-HOW, das [bzw.] KNOWHOW, das... = η τεχνογνωσία: • das Know-how von Boeing [sc....
  • KNÜPPEL, der... [zum Prügeln] = το ρόπαλο // το κλομπ ...
  • KNURREN... 1) [Hund]: γρυλίζω: • Krächzer [ein Hund] knurrte erfreut ° γρύλισε ο Ψόφος με χαρά [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] 2) [Magen]: γουργουρίζω:...
  • KNUSPRIG... [zB. eine Pizza] = τραγανιστός, -ή, -ό ...
  • KO (= K.O.)... [Kürzel für knock-out / knockout] = νοκ-άουτ [bzw.] νοκ άουτ: • Er [sc. dieser Boxer] schlug seine Gegner [immer] schon in der ersten Runde k.o....
  • KOALITION, die... = ο συνασπισμός:...
  • KOALITIONS+... 1) die Koalitionspartei: • Vertreter der Koalitionsparteien [sc. jener Parteien,...