KNURREN


1) [Hund]: γρυλίζω:

• Krächzer [ein Hund] knurrte erfreut  °  γρύλισε ο Ψόφος με χαρά    [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


2) [Magen]: γουργουρίζω:

• weil genau in diesem Moment mein Magen laut knurrte [Hungergefühl]  °  επειδή ακριβώς εκείνη τη στιγμή γουργούρισε δυνατά το στομάχι μου

• er spürte seinen Magen knurren [Hungergefühl]  °  ένιωθε την κοιλιά του να γουργουρίζει


Weitere Wörter:

Vorher
  • KNÖCHERN... vgl. knochig ...
  • KNOCHIG... = κοκ(κ)αλιάρης, -α, -ικο [bzw.] κοκ(κ)αλιάρικος, -η, -ο:...
  • KNÖDEL, der... [lt. Duden insbesondere süddeutsch und österreichisch für: Kloß, der] • Kartoffelknödel ° κεφτέδες πατάτας [DF+GF aus:...
  • KNOPF, der... 1) [zum Verschließen oder als Zierde eines Kleidungsstücks]: το κουμπί:...
  • KNOPFDRUCK, der... = το πάτημα στο κουμπί [bzw.] το πάτημα κουμπιού:...
  • KNOPFLOCH, das... 1) η κουμπότρυπα 2) η μπουτονιέρα: • eine Blume im Knopfloch ° ένα λουλούδι στην μπουτονιέρα 3) Sonstiges: • mit einer Blume im Knopfloch [wörtl.:...
  • KNOSPE, die... [einer Blume] = το μπουμπούκι ...
  • KNOTEN, der... 1) ο κόμπος: • der Knoten [zB. in einem Schiffstau] ° ο κόμπος • der Krawattenknoten / der Krawattenknopf ° ο κόμπος της γραβάτας 2) Sonstiges:...
  • KNOW-HOW, das [bzw.] KNOWHOW, das... = η τεχνογνωσία: • das Know-how von Boeing [sc....
  • KNÜPPEL, der... [zum Prügeln] = το ρόπαλο // το κλομπ ...
Nachher:
  • KNUSPRIG... [zB. eine Pizza] = τραγανιστός, -ή, -ό ...
  • KO (= K.O.)... [Kürzel für knock-out / knockout] = νοκ-άουτ [bzw.] νοκ άουτ: • Er [sc. dieser Boxer] schlug seine Gegner [immer] schon in der ersten Runde k.o....
  • KOALITION, die... = ο συνασπισμός:...
  • KOALITIONS+... 1) die Koalitionspartei: • Vertreter der Koalitionsparteien [sc. jener Parteien,...
  • KOBRA, die... [Schlangenart (Brillenschlange)] = η κόμπρα ...
  • KOCH, der... = ο μάγειρας ...
  • KOCHBUCH, das... = το βιβλίο μαγειρικής: • das vegetarische Kochbuch [wörtl.:...
  • KÖCHELN... = σιγοβράζω ...
  • KOCHEN... 1) [iS von: eine Speise zubereiten]: a) μαγειρεύω: • Etliche Male kochte sie für ihn. ° Αρκετές φορές του μαγείρευε....