ANBAU, der


=  η καλλιέργεια:

• der Baumwollanbau  °  η καλλιέργεια μπαμπακιού

• der Teeanbau  °  η καλλιέργεια του τσαϊού   [Anm.: richtig wohl: τσαγιού]


Weitere Wörter: