ANALYSAND, der

[= die Person, die sich einer Psychoanalyse unterzieht]


=  ο αναλυόμενος *  //  ο αναλύων  (Pl.: οι αναλύοντες)

   *(Gen.: του αναλυομένου [bzw.] του αναλυόμενου // Pl.: οι αναλυόμενοι / των αναλυομένων)

[Anm.: vgl. auch (wohl nur bezogen auf den zweiten Begriff) Η Μαύρη Βίβλος της Ψυχανάλυσης, S. 183: 

{...} η ουσιαστικοποιημένη μετοχή υποδηλώνει ότι το "έργο" το πραγματοποιεί το ίδιο το άτομο, εφόσον ο αναλυτής είναι μόνο ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στο υποκείμενο και στο ασυνείδητο.] 

Weitere Wörter: