KÜSTE, die


1) η ακτή:

• die Ost- und Westküste der USA  °  η Ανατολική και Δυτική Ακτή των ΗΠΑ

• entlang der Küste Kaliforniens  °  κατά μήκος της ακτής της Καλιφόρνιας

• an der Schwarzmeerküste  °  στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας

• bis zu den felsigen Küsten (Felsküsten) und den Sandstränden  °  μέχρι τις βραχώδεις ακτές και τις αμμώδεις παραλίες

• Allen [Menschen], die die zahlreichen Strände der (= an den) europäischen Küsten ge­nießen [sc. dort einen Badeurlaub verbringen] möchten, […]  °  Σε όσους επιθυμούν να απολαύσουν τις πολυάριθμες πλαζ των ευρωπαϊκών ακτών, [...]


2) η παραλία


3) Sonstiges:

• die Küsten(gebiete) Chiles leerfischen  °  αδειάζω τα παράλια της Χιλής από ψάρια


Weitere Wörter:

Vorher
  • KURZSICHTIGKEIT, die... [Form der Augenschwäche] = η μυωπία ...
  • KURZSTRECKEN+... • das Kurzstreckenflugzeug ° το αεροπλάνο μικρών αποστάσεων ...
  • KURZUM... • Kurzum, […] / Kurz und gut, [...] / Kurz gesagt, [...] [die ganze High-Society war am Ball an­wesend] [Re­sümee,...
  • KÜRZUNG, die... 1) η περικοπή:...
  • KURZWAREN, die... = τα είδη ραπτικής ...
  • KURZWELLE, die... [Rundfunksendebereich] = τα βραχέα κύματα ...
  • KUSCHELN... • Carmen kuschelt sich an ihn, drückt ihr Gesicht in seine Halsmulde. ° Η Κάρμεν τρίβεται πάνω του,...
  • KUSCHELTIER, das... [aus Stoff (für Kinder)] = το αρκουδάκι [= wörtl.: das Bärchen] [DF+GF aus: Hueber-Kita] ...
  • KUSS, der... = το φιλί ...
  • KÜSSEN... 1) φιλώ (-άς):...
Nachher:
  • KÜSTEN+... 1) παράκτιος, -α, -ο 2) παραλιακός, -ή, -ό [bzw.] παράλιος, -α, -ο 3) Sonstiges [für BSe s. die entsprechenden Vokabel ("Küstenfischfang, der",...
  • KÜSTENFISCHFANG, der... = η παράκτια αλιεία ...
  • KÜSTENGEBIET, das // KÜSTENREGION, die... = η παράλια περιοχή (Pl.: οι παράλιες περιοχές) [bzw.] η παράκτια περιοχή (Pl.:...
  • KÜSTENSTRASSE (Küstenstraße), die... = ο παραλιακός δρόμος ...
  • KÜSTENWACHE, die... = η ακτοφυλακή ...
  • KUTSCHE, die... = η άμαξα ...
  • KUTSCHER, der... = ο αμαξάς (Pl.: οι αμαξάδες) ...
  • KUVERT, das... (Briefumschlag, der) = ο φάκελος [bzw.] το φάκελο* : *[Anm.: "το φάκελο" ist zB. bei ΛΚΝ als (synonyme) Alternative zu "ο φάκελος" verzeichnet,...
  • KUWAIT... (auch: Kuweit) = το Κουβέιτ ...