MANAGEMENT, das


1) [als Tätigkeit (sc. Verwaltung, Organsiation)]: 

a) η διοίκηση:

• Ich habe Hotel- und Tourismusmanagement studiert.  °  Σπούδασα Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων και Διοίκηση Τουρισμού.   [DF+GF aus: Hueber-Gastro]

b) η διαχείριση:

• das Flugverkehrsmanagement [sc. die Gesamtheit der Tätigkeiten für einen sicheren und geordneten Ablauf des Flugverkehrs]  °  η διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας


2) [als Personengruppe (sc. leitendes Personal eines Unternehmens)]:

a) η διαχείριση: 

• das Management von Boeing [sc. des Flugzeubauunternehmens]  °  η διαχείριση της Boeing

b) Sonstiges:

• eine Stelle im mittleren Management [wird frei]  °  μια θέση ενός μεσαίου στελέχους   [GF+DF aus: Hueber-Firma]


Weitere Wörter:

Vorher
  • MALEREI, die... = η ζωγραφική: • die Architektur, die Malerei, die Bildhauerei ° η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική,...
  • MALERISCH... = γραφικός, -ή, -ό: • Die Plaka ist ein altes und malerisches Stadtviertel in Athen, in der Nähe der Akropo­lis....
  • MALI... = το Μαλί (Gen.: του Μαλί [keine Deklination!]) ...
  • MALLORCA... = η Μαγιόρκα (Gen.: της Μαγιόρκας [bzw.] της Μαγιόρκα [beides gelesen]) ...
  • MALTA... = η Μάλτα ...
  • MALTESE(R), der / MALTES(ER)IN, die... 1) der Maltese(r) ° ο Μαλτέζος 2) die Maltes(er)in ° η Μαλτέζα ...
  • MALTESISCH... 1) [personenbezogen]: μαλτέζος / μαλτέζα 2) [sachbezogen]: μαλτέζικος, -η, -ο // [Sprache:] τα μαλτέζικα ...
  • MALWARE, die... (= böswillige / schädliche Software) = το λογισμικό κακόβουλης λειτουργίας (malware) [bzw.] το λογισμικό κακόβουλης ενέργειας: [Anm.:...
  • MAMMON, der... [sc.: das Geld] = ο μαμμωνάς (auch: ο Μαμμωνάς) ...
  • MAN... Übersicht: 1) κανείς 2.1) Konstruktion mit Prädikat in der 2. Person/Singular (nicht näher konkretisiertes "du") 2.2) Konstruktion mit Prädikat in der 3....
Nachher:
  • MANAGEN... • etwas so managen, dass ... [iS von: arrangieren / einrichten / deichseln]: s. unter einrichten (Z 4) ...
  • MANAGER, der / MANAGERIN, die... [in einem Unternehmen] 1) der Manager: a) ο μάνατζερ * // ο διαχειριστής // ο διευθυντής *(Pl.:...
  • MANAGUA... [Hauptstadt von Nicaragua] = η Μανάγκουα (Gen.: της Μανάγκουα [keine Deklination!] ...
  • MANCHE [Plural] (incl. MANCHER, -e, -es)... 1) [allgemein]: a) ορισμένοι, -ες, -α: • Manche Menschen leben lieber in der Stadt,...
  • MANCHMAL... 1) a) καμιά φορά // κάποιες φορές // μερικές φορές // είναι φορές που b) πότε-πότε (bzw....
  • MANDANT, der / MANDANTIN, die...MANDANT, der / MANDANTIN,...
  • MANDARINE, die... [Frucht] = το μανταρίνι ...
  • MANDAT, das... = η εντολή: • sie [sc. die Abgeordneten] legten ihr Mandat nieder (zurück) ° κατέθεσαν την εντολή τους ...
  • MANDEL, die... 1) [Trockenfrucht]: το αμύγδαλο (Pl.: τα αμύγδαλα / Gen.: των αμυγδάλων) 2) [im Hals]: η αμυγδαλή (Pl.:...