MANDANT, der / MANDANTIN, die
1) der Mandant / der Klient [eines Rechtsanwalts] ° ο πελάτης
2) die Mandantin / die Klientin [eines Rechtsanwalts] ° η πελάτισσα
Weitere Wörter:
Vorher
- MALTESISCH... 1) [personenbezogen]: μαλτέζος / μαλτέζα 2) [sachbezogen]: μαλτέζικος, -η, -ο // [Sprache:] τα μαλτέζικα ...
- MALWARE, die... (= böswillige / schädliche Software) = το λογισμικό κακόβουλης λειτουργίας (malware) [bzw.] το λογισμικό κακόβουλης ενέργειας: [Anm.:...
- MAMMON, der... [sc.: das Geld] = ο μαμμωνάς (auch: ο Μαμμωνάς) ...
- MAN... Übersicht: 1) κανείς 2.1) Konstruktion mit Prädikat in der 2. Person/Singular (nicht näher konkretisiertes "du") 2.2) Konstruktion mit Prädikat in der 3....
- MANAGEMENT, das... 1) [als Tätigkeit (sc. Verwaltung, Organsiation)]: a) η διοίκηση: • Ich habe Hotel- und Tourismusmanagement studiert....
- MANAGEN... • etwas so managen, dass ... [iS von: arrangieren / einrichten / deichseln]: s. unter einrichten (Z 4) ...
- MANAGER, der / MANAGERIN, die... [in einem Unternehmen] 1) der Manager: a) ο μάνατζερ * // ο διαχειριστής // ο διευθυντής *(Pl.:...
- MANAGUA... [Hauptstadt von Nicaragua] = η Μανάγκουα (Gen.: της Μανάγκουα [keine Deklination!] ...
- MANCHE [Plural] (incl. MANCHER, -e, -es)... 1) [allgemein]: a) ορισμένοι, -ες, -α: • Manche Menschen leben lieber in der Stadt,...
- MANCHMAL... 1) a) καμιά φορά // κάποιες φορές // μερικές φορές // είναι φορές που b) πότε-πότε (bzw....
Nachher:
- MANDARINE, die... [Frucht] = το μανταρίνι ...
- MANDAT, das... = η εντολή: • sie [sc. die Abgeordneten] legten ihr Mandat nieder (zurück) ° κατέθεσαν την εντολή τους ...
- MANDEL, die... 1) [Trockenfrucht]: το αμύγδαλο (Pl.: τα αμύγδαλα / Gen.: των αμυγδάλων) 2) [im Hals]: η αμυγδαλή (Pl.:...
- MANDELAUGEN, die... = τα αμυγδαλωτά μάτια ...
- MANDELBAUM, der... = η αμυγδαλιά ...
- MANDELENTZÜNDUNG, die... = η αμυγδαλίτιδα // η φλόγωση των αμυγδαλών ...
- MANDELOPERATION, die... = η εγχείρηση αμυγδαλών ...
- MANGEL, der... 1) [sc. Knappheit, (quantitativ) nicht ausreichendes Vorhandensein]: η έλλειψη:...
- MANGELHAFT... 1) [iS von: (qualitativ) unzureichend]: a) ελλιπής, -ής, -ές * : *[lt. Wörterbüchern von Mandeson und Langenscheidt auch: ελλειπής, -ής,...