MARINIEREN
= μαρινάρω:
• alle Fischarten lassen sich marinieren (kann man marinieren) ° όλα τα είδη ψαριών μαρινάρονται
• der marinierte Fisch ° το μαριναρισμένο ψάρι
Weitere Wörter:
Vorher
- MÄRCHENBUCH, das... = το παραμυθοβιβλίο // το βιβλίο παραμυθιών ...
- MARGARINE, die... = η μαργαρίνη: • "Becel" ist eine wohlschmeckende Margarine ° το "Becel" είναι μια γευστική μαργαρίνη ...
- MARGERITE, die... [Blumenart] = η μαργαρίτα ...
- MARGINAL... [zB. das Ausmaß der Verringerung der Wahlbeteiligung zwischen zwei Wahlgängen] = οριακός, -ή, -ό ...
- MARIENKÄFER, der... = η πασχαλίτσα ...
- MARILLE, die... (Aprikose, die) = το βερίκοκο (Pl.: τα βερίκοκα) [Anm.: Schreibweise zuweilen auch:...
- MARILLEN+... (Aprikosen+) - der Marillenbaum ° η βερικοκιά ...
- MARINADE, die... = η μαρινάτα [Anm.: -νάτα] ...
- MARINE, die... = το ναυτικό [bzw.] το Ναυτικό ...
- MARINE+... • die Marineoffiziere ° οι αξιωματικοί του Ναυτικού ...
Nachher:
- MARIONETTE, die... 1) η μαριονέτα 2) το ανδρείκελο (Gen.: του ανδρεικέλου [bzw.] του ανδρείκελου) ...
- MARIONETTEN+... • das berühmte Salzburger Marionettentheater ° το φημισμένο Θέατρο Μαριονέτας του Σάλτσμπουργκ ...
- MARK, die...MARK,...
- MARKANT... s. hervorstechend ...
- MARKE, die... 1) [(allenfalls registriertes) graphisch darstellbares Zeichen zur Kennzeichnung von Waren oder Dienstleistungen]: το σήμα:...
- MARKENARTIKEL, der... s. Markenprodukt, das ...
- MARKENPRODUKT, das... (Markenartikel, der) = το επώνυμο προϊόν:...
- MARKENZEICHEN, das... [metaphorisch iS von: charakteristisches, unverwechselbares Merkmal (in Stil, Verhalten etc.)] = το σήμα κατατεθέν ...
- MARKETING, das... = το μάρκετινγκ ...