MARGERITE, die
[Blumenart]
= η μαργαρίτα
Weitere Wörter:
Vorher
- MANTEL, der... 1) το παλτό: • [...] um ihr [sc. der Frau] in den Mantel zu helfen. ° [...] να τη βοηθήσει να βάλει το παλτό της....
- MANTELTASCHE, die... = η τσέπη του παλτού ...
- MANUELL... 1) χειροκίνητος, -η, -ο:...
- MANUSKRIPT, das... = το χειρόγραφο:...
- MAPPE, die... 1) το ντοσιέ: • die Mappe [zur Aufbewahrung von Schriftstücken / aus Plastik oder Karton, auch nur mit Klarsichtdeckblatt, mit oder ohne Flügel,...
- MARATHON, der... [sc. der Marathonlauf] = ο μαραθώνιος (δρόμος) ...
- MARATHON+...THON+ 1) der Marathonlauf ° ο μαραθώνιος (δρόμος) 2) der Marathonläufer / die Marathonläuferin ° ο μαραθωνοδρόμος / η μαραθωνοδρόμος 3) die Marathonsitzung [sc....
- MÄRCHEN, das... = το παραμύθι ...
- MÄRCHENBUCH, das... = το παραμυθοβιβλίο // το βιβλίο παραμυθιών ...
- MARGARINE, die... = η μαργαρίνη: • "Becel" ist eine wohlschmeckende Margarine ° το "Becel" είναι μια γευστική μαργαρίνη ...
Nachher:
- MARGINAL... [zB. das Ausmaß der Verringerung der Wahlbeteiligung zwischen zwei Wahlgängen] = οριακός, -ή, -ό ...
- MARIENKÄFER, der... = η πασχαλίτσα ...
- MARILLE, die... (Aprikose, die) = το βερίκοκο (Pl.: τα βερίκοκα) [Anm.: Schreibweise zuweilen auch:...
- MARILLEN+... (Aprikosen+) - der Marillenbaum ° η βερικοκιά ...
- MARINADE, die... = η μαρινάτα [Anm.: -νάτα] ...
- MARINE, die... = το ναυτικό [bzw.] το Ναυτικό ...
- MARINE+... • die Marineoffiziere ° οι αξιωματικοί του Ναυτικού ...
- MARINIEREN... = μαρινάρω:...
- MARIONETTE, die... 1) η μαριονέτα 2) το ανδρείκελο (Gen.: του ανδρεικέλου [bzw.] του ανδρείκελου) ...