MAPPE, die


1) το ντοσιέ: 

• die Mappe [zur Aufbewahrung von Schriftstücken / aus Plastik oder Karton, auch nur mit Klarsichtdeckblatt, mit oder ohne Flü­gel, mit oder ohne Ringe bzw. Metallplättchen]  °  το ντοσιέ


2) o χαρτοφύλακας:

• Die Sekretärin steckt das Kuvert in eine Mappe.  °  Η γραμματέας βάζει το φάκελο σ’ ένα χαρτοφύλακα.   [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

• aus einer Mappe holt er Zeitungsausschnitte hervor  °  από ένα χαρτοφύλακα βγάζει κάτι αποκόμματα εφημερίδων     [DF+GF aus: Bachmann: Malina]


Weitere Wörter:

Vorher
  • MANNSCHAFTS+... • die Mannschaftssportarten [zB. Fußball, Basketball] ° τα ομαδικά αθλήματα [vgl.:...
  • MANÖVER, das... • die Manöver [sc.:...
  • MANÖVRIEREN... • Die Frage, ob die Europäische Union ~sich in eine Sack­gasse manövriert (auf eine Sackgasse zusteuert),...
  • MANSARDE, die... = η σοφίτα: • das [Hotel-]Zimmer [im fünften Stock] war eine Mansarde ° το δωμάτιο ήταν μια σοφίτα ...
  • MANSCHETTE, die... [eines Blutdruckmessgeräts; Ärmelabschluss an Hemd oder Bluse] = η μανσέτα ...
  • MANSCHETTENKNOPF, der... = το μανικετόκουμπο (Pl.: τα μανικετόκουμπα) ...
  • MANTEL, der... 1) το παλτό: • [...] um ihr [sc. der Frau] in den Mantel zu helfen. ° [...] να τη βοηθήσει να βάλει το παλτό της....
  • MANTELTASCHE, die... = η τσέπη του παλτού ...
  • MANUELL... 1) χειροκίνητος, -η, -ο:...
  • MANUSKRIPT, das... = το χειρόγραφο:...
Nachher:
  • MARATHON, der... [sc. der Marathonlauf] = ο μαραθώνιος (δρόμος) ...
  • MARATHON+...THON+ 1) der Marathonlauf ° ο μαραθώνιος (δρόμος) 2) der Marathonläufer / die Marathonläuferin ° ο μαραθωνοδρόμος / η μαραθωνο­δρόμος 3) die Marathonsitzung [sc....
  • MÄRCHEN, das... = το παραμύθι ...
  • MÄRCHENBUCH, das... = το παραμυθοβιβλίο // το βιβλίο παραμυθιών ...
  • MARGARINE, die... = η μαργαρίνη: • "Becel" ist eine wohlschmeckende Margarine ° το "Becel" είναι μια γευστική μαργαρίνη ...
  • MARGERITE, die... [Blumenart] = η μαργαρίτα ...
  • MARGINAL... [zB. das Ausmaß der Verringerung der Wahlbeteiligung zwischen zwei Wahl­gängen] = οριακός, -ή, -ό ...
  • MARIENKÄFER, der... = η πασχαλίτσα ...
  • MARILLE, die... (Aprikose, die) = το βερίκοκο (Pl.: τα βερίκοκα) [Anm.: Schreibweise zuweilen auch:...