MANTEL, der
1) το παλτό:
• [...] um ihr [sc. der Frau] in den Mantel zu helfen. ° [...] να τη βοηθήσει να βάλει το παλτό της.
• Rolf half der Sekretärin in den Mantel. ° Ο Ρολφ βοήθησε τη γραμματέα να φορέσει το παλτό της.
2) το πανωφόρι:
• Hans steht schon mit den [drei von der Garderobe geholten] Mänteln in der Hand vor ihnen. "Darf ich Ihnen [hinein-]helfen?" fragt er, und streckt ihr den Mantel hin. ° Ο Χανς στέκεται ήδη μπροστά τους με τα πανωφόρια στο χέρι. "Να σας βοηθήσω;" ρωτάει και της απλώνει το παλτό.
[Anm.: παλτό und πανωφόρι werden also synonym verwendet]
3) [eines Arztes]: η μπλούζα // η ρόμπα:
• in seinem weißen Mantel [kam der Arzt aus der Ordination] ° με την άσπρη του μπλούζα // με τη λευκή του ρόμπα [DF + (synonyme) GF aus: Schwaiger: Salz]
• Der andere [der beiden Ärzte] trug […] eine grüne Hose unter dem weißen Mantel (unter dem weißen Kittel*). ° Ο άλλος φορούσε [...] παντελόνι πράσινο κάτω απ’ την άσπρη ρόμπα. [GF + DF (*) aus: Ζατέλη: Φως]
• der Arztmantel / der weiße Mantel [eines Arztes] / der Arztkittel ° η ιατρική μπλούζα // η ιατρική ρόμπα
4) [fachsprachlich]: ο μανδύας:
• Die Atmosphäre (= die Lufthülle) ist der Schutzmantel für das Leben auf der Erde. ° Η ατμόσφαιρα είναι ο προστατευτικός μανδύας της ζωής πάνω στη Γη.
5) [Umhüllung (bei Speisen etc.)]:
a) το περίβλημα
b) η στρώση
Weitere Wörter:
- MANNEQUIN, das... [Frau, die Kleidungsstücke bei einer Modenschau vorführt] = το μανεκέν (Pl.: τα μανεκέν) [Anm.: το !] ...
- MANNIGFALTIG... s. unter bzw. vgl. vielfältig ...
- MÄNNLICH... 1) [sc. von männlicher Art; Männer betreffend (sachbezogen)]: ανδρικός, -ή, -ό [bzw.] αντρικός, ‑ή, -ό:...
- MANNSCHAFT, die...MANNSCHAFT,...
- MANNSCHAFTS+... • die Mannschaftssportarten [zB. Fußball, Basketball] ° τα ομαδικά αθλήματα [vgl.:...
- MANÖVER, das... • die Manöver [sc.:...
- MANÖVRIEREN... • Die Frage, ob die Europäische Union ~sich in eine Sackgasse manövriert (auf eine Sackgasse zusteuert),...
- MANSARDE, die... = η σοφίτα: • das [Hotel-]Zimmer [im fünften Stock] war eine Mansarde ° το δωμάτιο ήταν μια σοφίτα ...
- MANSCHETTE, die... [eines Blutdruckmessgeräts; Ärmelabschluss an Hemd oder Bluse] = η μανσέτα ...
- MANSCHETTENKNOPF, der... = το μανικετόκουμπο (Pl.: τα μανικετόκουμπα) ...
- MANTELTASCHE, die... = η τσέπη του παλτού ...
- MANUELL... 1) χειροκίνητος, -η, -ο:...
- MANUSKRIPT, das... = το χειρόγραφο:...
- MAPPE, die... 1) το ντοσιέ: • die Mappe [zur Aufbewahrung von Schriftstücken / aus Plastik oder Karton, auch nur mit Klarsichtdeckblatt, mit oder ohne Flügel,...
- MARATHON, der... [sc. der Marathonlauf] = ο μαραθώνιος (δρόμος) ...
- MARATHON+...THON+ 1) der Marathonlauf ° ο μαραθώνιος (δρόμος) 2) der Marathonläufer / die Marathonläuferin ° ο μαραθωνοδρόμος / η μαραθωνοδρόμος 3) die Marathonsitzung [sc....
- MÄRCHEN, das... = το παραμύθι ...
- MÄRCHENBUCH, das... = το παραμυθοβιβλίο // το βιβλίο παραμυθιών ...
- MARGARINE, die... = η μαργαρίνη: • "Becel" ist eine wohlschmeckende Margarine ° το "Becel" είναι μια γευστική μαργαρίνη ...