ANKLAMMERN


• Ich hatte in meinem Kopf eine Menge falscher Bilder geschaffen und hatte mich an ihnen angeklammert (festgeklammert). Nie hatte ich den Mut zu verlangen, die Wahr­heit zu erfahren.  °  Είχα πλάσει ένα σωρό ψεύτικες εικόνες μες στο μυαλό μου και είχα προσκολληθεί σε αυτές. Ποτέ δεν είχα το θάρρος να ζητήσω να μάθω την αλήθεια.


Weitere Wörter:

Nachher: