NATIONALSOZIALISTISCH


1) [personenbezogen]: εθνικοσοσιαλιστής / εθνικοσοσιαλίστρια: 

• ein nationalsozialistischer Schriftsteller  °  ένας εθνικοσοσιαλιστής συγγραφέας


2) [sachbezogen]: εθνικοσοσιαλιστικός, -ή, -ό


Weitere Wörter:

Vorher
  • NATIONALHYMNE, die... = ο εθνικός ύμνος ...
  • NATIONALISMUS, der... = ο εθνικισμός ...
  • NATIONALIST, der / NATIONALISTIN, die... 1) der Nationalist ° ο εθνικιστής 2) die Nationalistin ° η εθνικίστρια ...
  • NATIONALISTISCH... 1) [personenbezogen]: εθνικιστής / εθνικίστρια: • nationalistische Rebellen ° εθνικιστές αντάρτες 2) [sachbezogen]: εθνικιστικός, -ή, -ό:...
  • NATIONALITÄT, die... 1) [iS von: Staatsangehörigkeit]: η εθνικότητα: • Welcher Nationalität ist John? ° Τι εθνικότητας είναι ο Τζον; 2) [iS von: Volksgruppe]:...
  • NATIONALMANNSCHAFT, die... = η εθνική (ομάδα): • die Nationalmannschaft Frankreichs [zB. im Fußball] ° η εθνική ομάδα της Γαλλίας // η εθνική Γαλλίας (auch:...
  • NATIONALPARK, der... = ο εθνικός δρυμός ...
  • NATIONALRAT, der... [des österreichischen Parlaments] = το Εθνικό Συμβούλιο [Anm.: im selben Buch aber auch: η Εθνική Συνέλευση] ...
  • NATIONALSOZIALISMUS, der... = ο εθνικοσοσιαλισμός (bzw. auch: ο Εθνικοσοσιαλισμός) ...
  • NATIONALSOZIALIST, der / NATIONALSOZIALISTIN, die...NATIONALSOZIALIST, der / NATIONALSOZIALISTIN,...
Nachher:
  • NATIONALVERSAMMLUNG, die... [zB.: das französische Parlament] = η εθνοσυνέλευση ...
  • NATO, die... [Militärbündnis] = το ΝΑΤΟ ...
  • NATO+... • der NATO-Angriff gegen Serbien [1999] ° η ΝΑΤΟϊκή επίθεση κατά της Σερβίας • der NATO-Einsatz / die NATO-Aktion [sc....
  • NATRIUM, das... = το νάτριο (Gen.: του νατρίου) ...
  • NATUR, die... = η φύση: • ich [weibl.] bin von Natur aus geduldig ° είμαι εκ φύσεως υπομονητική ...
  • NATURELL, das... = η φύση: • Beethoven hatte ein Naturell (Wesen), das eher (vielmehr) zum Fröhlichen neigte, zum Humor würden wir sogar sagen....
  • NATURGEMÄSS (naturgemäß)... = όπως είναι φυσικό [bzw.] όπως ήταν φυσικό [Anm.: Es handelt sich um die griech....
  • NATURKATASTROPHE, die... [zB. Erdbeben, Überschwemmung, Vulkanausbruch etc.] = η φυσική καταστροφή (Pl.:...
  • NATURKOST+... • die Naturkostläden / die "Bioläden" ° τα καταστήματα φυσικής διατροφής ...