PLÜNDERUNG, die


=  η λεηλασία:

(Pl.: οι λεηλασίες / Gen.: των λεηλασιών)

• die Plünderung des nationalen Reichtums und des Vermögens der Bürger [zB. durch die deutsche Besatzungsmacht in Griechenland während des 2. Weltkriegs]  °  η λεηλασία του εθνικού πλούτου και της περιουσίας των πολιτών


Weitere Wörter:

Vorher
  • PLEITEGEHEN... s. unter pleite (Z 2) ...
  • PLENARSITZUNG, die...PLENARSTZUNG,...
  • PLENUM, das... = η ολομέλεια: • das Plenum [im konkreten Fall: beim Συμβούλιο της Επικρατείας] ° η Ολομέλεια ...
  • PLEXIGLAS, das... = το πλεξιγκλάς:...
  • PLO, die...PLO,...
  • PLOMBE, die... [im Zahn] = το σφράγισμα (Pl.: τα σφραγίσματα): • Mach ihr eine Plombe (eine Füllung), Doktor. [sc....
  • PLOMBIEREN... = σφραγίζω ...
  • PLÖTZLICH... 1) plötzlicher, -e, -es [Adjektiv]: a) ξαφνικός, -ή, -ό b) Sonstiges:...
  • PLÜNDERER, der... 1) ο λαφυραγωγός [so Pons online und Langenscheidt online] [Anm.: der griech. Ausdruck ist bei ΛΜΠ verzeichnet,...
  • PLÜNDERN... = λεηλατώ (-είς):...
Nachher:
  • PLURAL, der... (Mehrzahl, die) = ο πληθυντικός αριθμός [bzw.] ο πληθυντικός: • Während des ganzen 18....
  • PLURALISMUS, der... = ο πλουραλισμός:...
  • PLUS (plus) // PLUS, das... A) plus [Präposition ("zuzüglich"), Konjunktion (zB. "fünf plus drei ist acht"), Adverb (zB....
  • PLÜSCH, der... • eine hellgelbe mit braunem Plüsch gefütterte Decke ° μια ανοιχτή κίτρινη κουβέρτα φοδραρισμένη με καφέ χνουδωτό ύφασμα [DF+GF aus: Schnitzler:...
  • PLÜSCH+... • auf den Plüschbänken [eines (Wiener) Kaffeehauses] ° πάνω στους βελούδινους καναπέδες [DF+GF aus: Menasse:...
  • PLUTO, der... 1) [Planet]: ο Πλούτωνας 2) Pluto [Comicfigur (Hund) in den Geschichten von Walt Disney] = ο Πλούτο [Anm.: ο !] ...
  • PLUTONIUM, das... = το πλουτώνιο ...
  • PODIUM, das... [von dem aus zB. dirigiert wird] = το πόδιο ...
  • POKAL, der... = το κύπελλο: • etliche Fußball-Pokale [standen auf der Kommode] ° αρκετά κύπελλα ποδοσφαίρου ...