SEUCHE, die


1) η επιδημία


2) ο λοιμός

     [Anm.: davon zu unterscheiden: ο λιμός = die Hungersnot]


Weitere Wörter:

Vorher
  • SERVIERBRETT, das... = ο δίσκος σερβιρίσματος ...
  • SERVIEREN... 1) σερβίρω: [Anm. zur Konjugation: St. II = Στ. Ι: να σερβίρω / Aorist: σερβίρισα / Paratatikos: σέρβιρα + σερβίριζα (vgl. Ιορδανίδου,...
  • SERVIERWAGEN, der... [auf dem die Mahlzeiten ins Ess­zimmer gebracht werden] = το τραπεζάκι σερβιρίσματος [= wörtl.:...
  • SERVIETTE, die... = η πετσέτα:...
  • SERVUS... = γεια (σου) [Anm.: so zB. die Übersetzungen in: Δ. Μπουλούμπασης: Γκρατς] ...
  • SESAMÖL, das... = το σησαμέλαιο ...
  • SESSEL, der... = η καρέκλα * // το κάθισμα * // η πολυθρόνα *[synonym (zB....
  • SESSELLEHNE, die... s. unter Lehne, die ...
  • SESSELLIFT, der... s. unter Lift, der ...
  • SETZEN... Übersicht: 1) [jemanden (bzw. etwas) in eine sitzende Position bringen] 2) sich setzen [iS von: Platz nehmen, sich niedersetzen] 3) [Satzzeichen,...
Nachher:
  • SEUFZEN... = αναστενάζω ...
  • SEUFZER, der... = o αναστεναγμός: • mit Seufzern der Erleichterung ° με αναστεναγμούς ανακούφισης ...
  • SEVILLA... = η Σεβίλλη ...
  • SEXUALERZIEHUNG, die... = η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση ...
  • SEXUALITÄT, die... = η σεξουαλικότητα ...
  • SEXUALKUNDE+... • die Einführung von Sexualkundeunterricht in der Schule ° η εισαγωγή μαθήματος της σεξολογίας στα σχολεία ...
  • SEXUALPARTNER, der... = ο ερωτικός σύντροφος ...
  • SEXY... = σέξι [keine Deklination]: • eine sexy Frau mit (einer) sexy Stimme ° μια σέξι γυναίκα με σέξι φωνή ...
  • SEYCHELLEN, die... = οι Σεϋχέλλες * [bzw.] οι Σεϊχέλες *(Gen.: των Σεϋχελλών / Akk.: τις Σεϋχέλλες) ...