SEXY
= σέξι [keine Deklination]:
• eine sexy Frau mit (einer) sexy Stimme ° μια σέξι γυναίκα με σέξι φωνή
Weitere Wörter:
Vorher
- SESSELLIFT, der... s. unter Lift, der ...
- SETZEN... Übersicht: 1) [jemanden (bzw. etwas) in eine sitzende Position bringen] 2) sich setzen [iS von: Platz nehmen, sich niedersetzen] 3) [Satzzeichen,...
- SEUCHE, die... 1) η επιδημία 2) ο λοιμός [Anm.: davon zu unterscheiden: ο λιμός = die Hungersnot] ...
- SEUFZEN... = αναστενάζω ...
- SEUFZER, der... = o αναστεναγμός: • mit Seufzern der Erleichterung ° με αναστεναγμούς ανακούφισης ...
- SEVILLA... = η Σεβίλλη ...
- SEXUALERZIEHUNG, die... = η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση ...
- SEXUALITÄT, die... = η σεξουαλικότητα ...
- SEXUALKUNDE+... • die Einführung von Sexualkundeunterricht in der Schule ° η εισαγωγή μαθήματος της σεξολογίας στα σχολεία ...
- SEXUALPARTNER, der... = ο ερωτικός σύντροφος ...
Nachher:
- SEYCHELLEN, die... = οι Σεϋχέλλες * [bzw.] οι Σεϊχέλες *(Gen.: των Σεϋχελλών / Akk.: τις Σεϋχέλλες) ...
- SHAMPOO, das... [zum Haarewaschen] = το σαμπουάν ...
- SHANGHAI... [Stadt in China] vgl. Schanghai ...
- SHERIFF, der... = ο σερίφης • der Hilfssheriff ° ο βοηθός σερίφης ...
- SHORTS, die... [im Deutschen: Pluralwort] [kurze Hose] = το σορτς: [Anm.: το, also Singular! – so zB....
- SHOW, die... 1) [allgemein]: a) το σόου (Pl.: τα σόου): • die Fernsehshows ° τα τηλεοπτικά σόου b) το θέαμα 2) die Show stehlen ° κλέβω την παράσταση:...
- SHOW+... • das Showgeschäft / das Showbusiness [sc. die Show- bzw. Unterhaltungsbranche/-industrie] ° ο χώρος του θεάματος ...
- SHRIMP, der... (Plural: die Shrimps) vgl. Garnele, die [bzw.] Krabbe, die [Anm.: s. Wikipedia (Eintrag "Garnele"):...
- SHUTTLE+... • Einen Shuttle-Service (Shuttle-Dienst / Shuttle-Bus) [von unserem Hotel zum Flughafen] bieten wir leider nicht an....