SPALT, der
1) η σχισμή [bzw.] η σκισμή:
• Im Spalt (In der Spalte) des Felsens (= Im Felsspalt / In der Felsspalte) wuchsen Wildblumen. ° Στη σχισμή του βράχου φύτρωσαν αγριολούλουδα.
• Er schaute durch den Spalt der Tür (den Türspalt). ° Kοίταζε μέσα από τη σχισμή της πόρτας.
2) η ρωγμή
3) η χαραμάδα:
• ich lasse das Fenster einen Spalt offen [wörtl.: ... einen Spalt beim Fenster offen] ° αφήνω μια χαραμάδα ανοιχτή στο παράθυρο
4) Sonstiges:
• Achten Sie [beim Benützen der U-Bahn] auf den Spalt zwischen (der) Bahnsteigkante und (dem) Zug. ° Προσέξτε το κενό μεταξύ της άκρης της αποβάθρας και του συρμού.
Weitere Wörter:
Vorher
- SOZIALPOLITIK, die... = η κοινωνική πολιτική ...
- SOZIALPSYCHOLOGE, der... = ο κοινωνικός ψυχολόγος ...
- SOZIALSTAAT, der... = το κοινωνικό κράτος ...
- SOZIALSYSTEM, das... = το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας:...
- SOZIALVERSICHERT... • aber diese Beschäftigten sind nicht sozialversichert (haben keine Sozialversicherung) ° όμως,...
- SOZIALVERSICHERUNG, die... 1) η κοινωνική ασφάλιση (bzw.: οι κοινωνικές ασφαλίσεις):...
- SOZIALVERSICHERUNGS+... • die Sozialversicherungsbeiträge (die Beiträge für die Sozialversicherungen) ° οι εισφορές για τις κοινωνικές ασφαλίσεις • das Sozialversicherungssystem [eines Landes] ° το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ...
- SOZIALWISSENSCHAFTEN, die... = οι κοινωνικές επιστήμες ...
- SOZUSAGEN... 1) ας πούμε:...
- SPACHTEL, die... = η σπάτουλα ...
Nachher:
- SPALTE, die... 1) [in einer Tabelle bzw. in einer Zeitung]: η στήλη:...
- SPALTEN... • Die Meinungen der Experten [zu dieser Frage] sind gespalten (geteilt / gehen auseinander). ° Οι γνώμες των ειδικών διχάζονται....
- SPALTUNG, die... • die Atomspaltung ° η διάσπαση του ατόμου • die Spaltung / die (Zwei-)Teilung [eines Landes] ° η διχοτόμηση ...
- SPANIEN... = η Ισπανία ...
- SPANIER, der / SPANIERIN, die... 1) der Spanier ° ο Ισπανός (Pl.: οι Ισπανοί) 2) die Spanierin ° η Ισπανή // η Ισπανίδα ...
- SPANISCH... 1) [personenbezogen]: [männl.:] ισπανός // [weibl.:] ισπανή / ισπανίδα 2) [sachbezogen]: ισπανικός, -ή, -ό ...
- SPANNE, die... • die Gewinnspannen [zB. in der Chemieindustrie] ° τα περιθώρια κέρδους * *[Anm.:...
- SPANNEN... 1) τεντώνω 2) Sonstiges:...
- SPANNEND... = συναρπαστικός, -ή, -ό: • Das ist eine spannende [iS von: sehr interessante] Sache. ° Αυτό είναι ένα συναρπαστικό πράγμα. [GF+DF aus:...