SOZIALPSYCHOLOGE, der


=  ο κοινωνικός ψυχολόγος


Weitere Wörter:

Vorher
  • SOZIALFÜRSORGE, die... = η κοινωνική πρόνοια ...
  • SOZIALHILFE, die... [die jemand (in Form von Geld) empfängt] = το επίδομα απορίας * // το επίδομα (της) κοινωνικής πρόνοιας ** *[DF+GF aus: Ditfurth:...
  • SOZIALHILFE+... • die Sozialhilfeempfänger ° οι αποδέκτες επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας [bzw.] οι αποδέκτες επιδόματος προνοίας [DF + beide GF aus:...
  • SOZIALISATION, die... (Sozialisierung, die) [des Individuums] = η κοινωνικοποίηση: • Sozialisation (Sozialisierung):...
  • SOZIALISIERUNG, die... 1) [des Individuums] (= die Sozialisation): η κοινωνικοποίηση [BSe s. unter Soziali­sa­tion,...
  • SOZIALIST, der / SOZIALISTIN, die... 1) der Sozialist ° o σοσιαλιστής (Pl.: οι σοσιαλιστές [bzw....
  • SOZIALISTISCH... 1) [personenbezogen]: σοσιαλιστής / σοσιαλίστρια:...
  • SOZIALLEISTUNG, die... [eines Staates; eines Unternehmens] = η κοινωνική παροχή (Pl.: οι κοινωνικές παροχές):...
  • SOZIALPARTNER, der... [sc. Gewerkschaften, Arbeitgeberverbände] = ο κοινωνικός εταίρος (Pl.: die Sozialpartner = οι κοινωνικοί εταίροι / Gen.:...
  • SOZIALPOLITIK, die... = η κοινωνική πολιτική ...
Nachher:
  • SOZIALSTAAT, der... = το κοινωνικό κράτος ...
  • SOZIALSYSTEM, das... = το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας:...
  • SOZIALVERSICHERT... • aber diese Beschäftigten sind nicht sozial­versichert (haben keine Sozial­versicherung) ° όμως,...
  • SOZIALVERSICHERUNG, die... 1) η κοινωνική ασφάλιση (bzw.: οι κοινωνικές ασφαλίσεις):...
  • SOZIALVERSICHERUNGS+... • die Sozialversicherungsbeiträge (die Beiträge für die Sozialversicherungen) ° οι εισφορές για τις κοινωνικές ασφαλίσεις • das Sozialversicherungssystem [eines Landes] ° το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ...
  • SOZIALWISSENSCHAFTEN, die... = οι κοινωνικές επιστήμες ...
  • SOZUSAGEN... 1) ας πούμε:...
  • SPACHTEL, die... = η σπάτουλα ...
  • SPALT, der... 1) η σχισμή [bzw.] η σκισμή: • Im Spalt (In der Spalte) des Felsens (= Im Felsspalt / In der Felsspalte) wuchsen Wildblumen....