SOZIALLEISTUNG, die

[eines Staates; eines Unternehmens]


=  η κοινωνική παροχή   (Pl.: οι κοινωνικές παροχές):

• In den (19)80er Jahren wurden [in Deutschland] die Sozialleistungen erheblich redu­ziert.  °  Στη δεκαετία του ’80 οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν σημαντικά.

• Es gibt Befürchtungen, dass sich viele Unternehmen in den Ländern mit den geringsten Sozialleistungen niederlassen werden.  °  Υπάρχουν ανησυχίες ότι πολλές επιχειρήσεις θα εγκατασταθούν στις χώρες με τις λιγότερες κοινωνικές παροχές.


Weitere Wörter:

Vorher
  • SOZIALBEITRÄGE, die... vgl. Sozialabgaben, die ...
  • SOZIALDEMOKRAT, der / SOZIALDEMOKRATIN, die... 1) der Sozialdemokrat ° ο σοσιαλδημοκράτης (Pl.: οι σοσιαλδημοκράτες / Gen.: των σοσιαλδημοκρατών)* *) (auch:...
  • SOZIALDEMOKRATISCH... 1) [personenbezogen]: σοσιαλδημοκράτης / σοσιαλδημοκράτισσα 2) [sachbezogen]: σοσιαλδημοκρατικός, -ή, -ό:...
  • SOZIALFÜRSORGE, die... = η κοινωνική πρόνοια ...
  • SOZIALHILFE, die... [die jemand (in Form von Geld) empfängt] = το επίδομα απορίας * // το επίδομα (της) κοινωνικής πρόνοιας ** *[DF+GF aus: Ditfurth:...
  • SOZIALHILFE+... • die Sozialhilfeempfänger ° οι αποδέκτες επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας [bzw.] οι αποδέκτες επιδόματος προνοίας [DF + beide GF aus:...
  • SOZIALISATION, die... (Sozialisierung, die) [des Individuums] = η κοινωνικοποίηση: • Sozialisation (Sozialisierung):...
  • SOZIALISIERUNG, die... 1) [des Individuums] (= die Sozialisation): η κοινωνικοποίηση [BSe s. unter Soziali­sa­tion,...
  • SOZIALIST, der / SOZIALISTIN, die... 1) der Sozialist ° o σοσιαλιστής (Pl.: οι σοσιαλιστές [bzw....
  • SOZIALISTISCH... 1) [personenbezogen]: σοσιαλιστής / σοσιαλίστρια:...
Nachher:
  • SOZIALPARTNER, der... [sc. Gewerkschaften, Arbeitgeberverbände] = ο κοινωνικός εταίρος (Pl.: die Sozialpartner = οι κοινωνικοί εταίροι / Gen.:...
  • SOZIALPOLITIK, die... = η κοινωνική πολιτική ...
  • SOZIALPSYCHOLOGE, der... = ο κοινωνικός ψυχολόγος ...
  • SOZIALSTAAT, der... = το κοινωνικό κράτος ...
  • SOZIALSYSTEM, das... = το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας:...
  • SOZIALVERSICHERT... • aber diese Beschäftigten sind nicht sozial­versichert (haben keine Sozial­versicherung) ° όμως,...
  • SOZIALVERSICHERUNG, die... 1) η κοινωνική ασφάλιση (bzw.: οι κοινωνικές ασφαλίσεις):...
  • SOZIALVERSICHERUNGS+... • die Sozialversicherungsbeiträge (die Beiträge für die Sozialversicherungen) ° οι εισφορές για τις κοινωνικές ασφαλίσεις • das Sozialversicherungssystem [eines Landes] ° το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ...
  • SOZIALWISSENSCHAFTEN, die... = οι κοινωνικές επιστήμες ...