SOZIALDEMOKRATISCH


1) [personenbezogen]: σοσιαλδημοκράτης / σοσιαλδημοκράτισσα


2) [sachbezogen]: σοσιαλδημοκρατικός, -ή, -ό:

• die Sozialdemokratische Partei [zB.: SPD in Deutschland]  °  το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα  (auch: το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα)


Weitere Wörter:

Vorher
  • SOWJETUNION, die... = η Σοβιετική Ένωση ...
  • SOWOHL... sowohl ... als auch ... : 1) και ... και ... : • Die (in unseren Augen) beneidenswertesten [Mädchen (in unserem Tennisclub)] waren jene,...
  • SOZIAL... = κοινωνικός, -ή, -ό:...
  • SOZIALABGABEN, die... = οι κοινωνικές εισφορές: • Die Belastung der Arbeitnehmer mit Sozialabgaben und Steuern ist im internationalen Vergleich hoch....
  • SOZIALAMT, das... = η κοινωνική υπηρεσία // η υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας:...
  • SOZIALARBEIT, die... = η κοινωνική εργασία ...
  • SOZIALARBEITER, der / SOZIALARBEITERIN, die... 1) der Sozialarbeiter ° ο κοινωνικός λειτουργός 2) die Sozialarbeiterin ° η κοινωνική λειτουργός (Pl.:...
  • SOZIALAUSGABEN, die... [zB. des Staates] = οι κοινωνικές δαπάνες ...
  • SOZIALBEITRÄGE, die... vgl. Sozialabgaben, die ...
  • SOZIALDEMOKRAT, der / SOZIALDEMOKRATIN, die... 1) der Sozialdemokrat ° ο σοσιαλδημοκράτης (Pl.: οι σοσιαλδημοκράτες / Gen.: των σοσιαλδημοκρατών)* *) (auch:...
Nachher:
  • SOZIALFÜRSORGE, die... = η κοινωνική πρόνοια ...
  • SOZIALHILFE, die... [die jemand (in Form von Geld) empfängt] = το επίδομα απορίας * // το επίδομα (της) κοινωνικής πρόνοιας ** *[DF+GF aus: Ditfurth:...
  • SOZIALHILFE+... • die Sozialhilfeempfänger ° οι αποδέκτες επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας [bzw.] οι αποδέκτες επιδόματος προνοίας [DF + beide GF aus:...
  • SOZIALISATION, die... (Sozialisierung, die) [des Individuums] = η κοινωνικοποίηση: • Sozialisation (Sozialisierung):...
  • SOZIALISIERUNG, die... 1) [des Individuums] (= die Sozialisation): η κοινωνικοποίηση [BSe s. unter Soziali­sa­tion,...
  • SOZIALIST, der / SOZIALISTIN, die... 1) der Sozialist ° o σοσιαλιστής (Pl.: οι σοσιαλιστές [bzw....
  • SOZIALISTISCH... 1) [personenbezogen]: σοσιαλιστής / σοσιαλίστρια:...
  • SOZIALLEISTUNG, die... [eines Staates; eines Unternehmens] = η κοινωνική παροχή (Pl.: οι κοινωνικές παροχές):...
  • SOZIALPARTNER, der... [sc. Gewerkschaften, Arbeitgeberverbände] = ο κοινωνικός εταίρος (Pl.: die Sozialpartner = οι κοινωνικοί εταίροι / Gen.:...