SOZIALAMT, das


=  η κοινωνική υπηρεσία  //  η υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας:

• Sozial- und Jugendämter  °  κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες νεότητας


Weitere Wörter:

Vorher
  • SOWEIT... [Konjunktion (Bedeutung: in dem Maße, wie … / soviel …)] 1) απ’ ό,τι // απ’ όσο // απ’ όσα: • soweit (soviel) ich weiß / meines Wissens ° απ’ ό,...
  • SOWIE... [iS von: und] = καθώς και ...
  • SOWIESO... 1) έτσι κι αλλιώς: • Der Aufzug war kaputt. Aber er benützte sowieso lieber die Stiegen. Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο....
  • SOWJET, der... 1) [der Mensch aus der Sowjetunion]: ο Σοβιετικός (Pl.: οι Σοβιετικοί) 2) [als politisches Organ]: το σοβιέτ:...
  • SOWJETISCH... = σοβιετικός, -ή, -ό ...
  • SOWJETREPUBLIK, die... = η σοβιετική δημοκρατία:...
  • SOWJETUNION, die... = η Σοβιετική Ένωση ...
  • SOWOHL... sowohl ... als auch ... : 1) και ... και ... : • Die (in unseren Augen) beneidenswertesten [Mädchen (in unserem Tennisclub)] waren jene,...
  • SOZIAL... = κοινωνικός, -ή, -ό:...
  • SOZIALABGABEN, die... = οι κοινωνικές εισφορές: • Die Belastung der Arbeitnehmer mit Sozialabgaben und Steuern ist im internationalen Vergleich hoch....
Nachher:
  • SOZIALARBEIT, die... = η κοινωνική εργασία ...
  • SOZIALARBEITER, der / SOZIALARBEITERIN, die... 1) der Sozialarbeiter ° ο κοινωνικός λειτουργός 2) die Sozialarbeiterin ° η κοινωνική λειτουργός (Pl.:...
  • SOZIALAUSGABEN, die... [zB. des Staates] = οι κοινωνικές δαπάνες ...
  • SOZIALBEITRÄGE, die... vgl. Sozialabgaben, die ...
  • SOZIALDEMOKRAT, der / SOZIALDEMOKRATIN, die... 1) der Sozialdemokrat ° ο σοσιαλδημοκράτης (Pl.: οι σοσιαλδημοκράτες / Gen.: των σοσιαλδημοκρατών)* *) (auch:...
  • SOZIALDEMOKRATISCH... 1) [personenbezogen]: σοσιαλδημοκράτης / σοσιαλδημοκράτισσα 2) [sachbezogen]: σοσιαλδημοκρατικός, -ή, -ό:...
  • SOZIALFÜRSORGE, die... = η κοινωνική πρόνοια ...
  • SOZIALHILFE, die... [die jemand (in Form von Geld) empfängt] = το επίδομα απορίας * // το επίδομα (της) κοινωνικής πρόνοιας ** *[DF+GF aus: Ditfurth:...
  • SOZIALHILFE+... • die Sozialhilfeempfänger ° οι αποδέκτες επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας [bzw.] οι αποδέκτες επιδόματος προνοίας [DF + beide GF aus:...