TANKWART, der


=  ο υπάλληλος πρατηρίου βενζίνης  [GF+DF aus: Pons]  //   [möglicherweise* auch:] ο βενζινοπώλης  //  [wohl nur umgangs­sprachlich:] ο βενζινάς

*[Anm.: "βενζινοπώλης" ist jedenfalls der Tankstellenbesitzer (-betreiber) – s. die Anmer­kung betreffend "der Tankstellenbesitzer" unter Tankstellen+ ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • TALWÄRTS... s. unter bzw. vgl. bergab ...
  • TANGENTE, die... [sc. eine Gerade, die einen Kreis berührt, d.h. mit ihm genau einen Punkt ge­meinsam hat] = η εφαπτομένη ...
  • TANGER... [Stadt in Marokko] = η Ταγγέρη ...
  • TANK, der... • Der Tank [meines Autos (Pkw)] ist zu einem Viertel voll. ° Το ντεπόζιτο είναι κατά το ένα τέταρτο γεμάτο. ...
  • TANKEN... 1) βάζω βενζίνη: • ich halte (an) [mit dem Auto], um zu tanken ° σταματώ για να βάλω βενζίνη • Ein Lenker tankt sein Auto einmal in der Woche. In der 1....
  • TANKER, der... (Tankschiff, das) 1) το δεξαμενόπλοιο // το τάνκερ [synonym] 2) Sonstiges:...
  • TANKSCHIFF, das... s. Tanker, der ...
  • TANKSTELLE, die... = το βενζινάδικο * // το πρατήριο (βενζίνης) // ο σταθμός βενζίνης *[lt....
  • TANKSTELLEN+... - der Tankstellenbesitzer / der Tankstellenbetreiber ° ο βενζινοπώλης* // ο πωλητής καυσίμων *[Anm.: s....
  • TANKWAGEN, der... = το βυτιοφόρο: • zwei Tank(lastkraft)wagen,...
Nachher:
  • TANNE, die... [Nadelbaumart] = το έλατο ...
  • TANNENBAUM, der... [aus dem Weihnachtslied] = το ελατόδεντρο ...
  • TANNHÄUSER... ("Tannhäuser") [Oper von Richard Wagner] = "Τανχόιζερ" [bzw.] "Τανχώυζερ" ...
  • TANSANIA... = η Τανζανία ...
  • TANSANIER, der / TANSANIERIN, die... 1) der Tansanier ° ο Τανζανός 2) die Tansanierin ° η Τανζανή ...
  • TANSANISCH... 1) [personenbezogen]: τανζανός / τανζανή 2) [sachbezogen]: τανζανικός, -ή, -ό ...
  • TANTE, die... = η θεία [Anm.: vgl.: der Onkel = ο θείος] ...
  • TANTIEMEN, die... = τα ποσοστά ...
  • TANZ, der... 1) ο χορός: • Es fordert mich [weibl.] [auf dem Ball] niemand zum Tanz(en) auf. ° Δε με ζητά κανείς για χορό. 2) Sonstiges:...