TANKER, der (Tankschiff, das)


1) το δεξαμενόπλοιο  //  το τάνκερ   [synonym]


2) Sonstiges:

• der Öltanker [Schiffstyp]  °  το πετρελαιοφόρο


Weitere Wörter:

Vorher
  • TALENTIERT... = ταλαντούχος, -α (auch: -ος), -ο: • die talentierte Maria ° η ταλαντούχα Μαρία • Du [Sängerin] bist jung und sehr talentiert....
  • TALFAHRT, die... • die Talfahrt [= das (stetige) Sinken] der Aktienkurse ° ο κατήφορος των τιμών των μετοχών ...
  • TALISMAN, der... (Glücksbringer, der // bzw.: Amulett, das // Maskottchen, das) [Anm.: Amulett ist lt. Duden ein kleiner, oft als Anhänger getragener Ge­gen­stand,...
  • TALLINN... [Hauptstadt von Estland] = το Τάλ(λ)ιν [bzw.] το Ταλ(λ)ίν ...
  • TALSTATION, die... [einer Seilbahn] = ο κάτω σταθμός ...
  • TALWÄRTS... s. unter bzw. vgl. bergab ...
  • TANGENTE, die... [sc. eine Gerade, die einen Kreis berührt, d.h. mit ihm genau einen Punkt ge­meinsam hat] = η εφαπτομένη ...
  • TANGER... [Stadt in Marokko] = η Ταγγέρη ...
  • TANK, der... • Der Tank [meines Autos (Pkw)] ist zu einem Viertel voll. ° Το ντεπόζιτο είναι κατά το ένα τέταρτο γεμάτο. ...
  • TANKEN... 1) βάζω βενζίνη: • ich halte (an) [mit dem Auto], um zu tanken ° σταματώ για να βάλω βενζίνη • Ein Lenker tankt sein Auto einmal in der Woche. In der 1....
Nachher:
  • TANKSCHIFF, das... s. Tanker, der ...
  • TANKSTELLE, die... = το βενζινάδικο * // το πρατήριο (βενζίνης) // ο σταθμός βενζίνης *[lt....
  • TANKSTELLEN+... - der Tankstellenbesitzer / der Tankstellenbetreiber ° ο βενζινοπώλης* // ο πωλητής καυσίμων *[Anm.: s....
  • TANKWAGEN, der... = το βυτιοφόρο: • zwei Tank(lastkraft)wagen,...
  • TANKWART, der... = ο υπάλληλος πρατηρίου βενζίνης [GF+DF aus: Pons] // [möglicherweise* auch:] ο βενζινοπώλης // [wohl nur umgangs­sprachlich:] ο βενζινάς *[Anm.:...
  • TANNE, die... [Nadelbaumart] = το έλατο ...
  • TANNENBAUM, der... [aus dem Weihnachtslied] = το ελατόδεντρο ...
  • TANNHÄUSER... ("Tannhäuser") [Oper von Richard Wagner] = "Τανχόιζερ" [bzw.] "Τανχώυζερ" ...
  • TANSANIA... = η Τανζανία ...