ARMENIER, der / ARMENIERIN, die


1) der Armenier  °  ο Αρμένιος *  //  [umgangssprachlich auch:] ο Αρμένης **

*(Pl.: οι Αρμένιοι / Gen.: των Αρμενίων / Akk.: τους Αρμενίους)

**(Pl.: οι Αρμένηδες)


2) die Armenierin  °  η Αρμένια  //  [umgangssprachlich auch:] η Αρμένισσα


Weitere Wörter: