ARMSELIG


1) πενιχρός, -ή, -ό:

• seine armselige (dürftige) Pension [sc. Pensionszahlung]  °  η πενιχρή σύνταξή του

• das armselige (dürftige / mickrige) Hotelfrühstück  °  το πενιχρό πρωινό του ξενοδοχείου


2) μίζερος, -η, -ο:

• sie klammern sich trotzig an die armselige, ~fade Fortsetzung ihrer Tage [= ihres Le­bens]  °  αγκιστρώνονται πεισματικά στη μίζερη, άγευστη συνέχιση των ημερών τους


3) άθλιος, -α, -ο:

• ihr armseliges (jämmerliches) Gehalt  °  ο άθλιος μισθός της


4) Sonstiges:

• die Staatsfinanzen, die er [sc. der neue Minister] in einem armseli­gen (beklagens­wer­ten / jämmerlichen) Zustand vorfindet  °  τα οικονομικά του κράτους που τα βρίσκει σε αξιοθρήνητη κατάσταση


Weitere Wörter: