VISIER, das
1) [Gesichtsschutz (als Teil eines Helms)]: η προσωπίδα:
• die Visiere [an den Helmen der Polizisten] waren aus durchsichtigem Plexiglas ° οι προσωπίδες ήταν από διάφανο πλεξιγκλάς
2) [Vorrichtung zum Zielen an Gewehren etc.]: το στόχαστρο
3) [metaphorisch bezüglich des Ziels eines Angriffs]:
a) ins Visier nehmen ° βάζω στο στόχαστρο // βάζω στο σημάδι:
• sie nahmen sie ins Visier / sie zielten auf sie [zB. mit dem Gewehr] ° τους βάλανε στο σημάδι
b) sich im Visier befinden [bzw.] ins Visier geraten ° βρίσκομαι στο στόχαστρο [bzw.] μπαίνω στο στόχαστρο:
• Niemand [sc.: kein Mensch] kann sicher sein, dass er sich nicht im Visier der Terroristen befinden wird (= befindet). ° Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος πως δεν θα βρεθεί στο στόχαστρο των τρομοκρατών.
• sie [diese beiden Personen] geraten ins Visier eines gefährlichen Übeltäters (Verbrechers) ° μπαίνουν στο στόχαστρο επικίνδυνου κακοποιού
Weitere Wörter:
- VIOLINIST, der / VIOLINISTIN, die... s. Geiger / Geigerin ...
- VIRENERKENNUNGS+... • die Virenerkennungssoftware ° το λογισμικό εντοπισμού ιών ...
- VIRENSCHUTZ, der // VIRENSCHUTZ+... 1) der Virenschutz [bzw.] das Virenschutzprogramm // das Antivirenprogramm [Computersoftware]:...
- VIRGINIA... [US-Bundesstaat] = η Βιρτζίνια ...
- VIROLOGIE, die... = η ιολογία ...
- VIRTUELL... = εικονικός, -ή, -ό ...
- VIRTUOS... 1) [personenbezogen]: a) δεξιοτέχνης / δεξιοτέχνισσα * *[Anm.: weibl Form verzeichnet bei ΛΚΝ,...
- VIRTUOSE, der / VIRTUOSIN, die... 1) ο βιρτουόζος / η βιρτουόζα: • (ein) Klaviervirtuose ° βιρτουόζος του πιάνου 2) ο δεξιοτέχνης / η δεξιοτέχνισσα *: *[Anm.:...
- VIRUS, das/der... [in der Medizin und im Computerwesen] [Anm.: Lt....
- VIS-A-VIS... (vis-à-vis [bzw.] vis-a-vis) [= gegenüber] = απέναντι // αντίκρυ ...
- VISION, die... 1) η οπτασία 2) το όραμα: • die politische Vision ° το πολιτικό όραμα ...
- VISIONÄR, der / VISIONÄRIN, die... 1) der Visionär ° ο οραματιστής 2) die Visionärin ° η οραματίστρια ...
- VISITE, die... [des Arztes] 1) η ιατρική επίσκεψη:...
- VISITENKARTE, die... = η (επαγγελματική) κάρτα // το επισκεπτήριο ...
- VISUELL... = οπτικός, -ή, -ό:...
- VISUM, das... (Plural: die Visa [und] die Visen) 1) η βίζα (Pl.: οι βίζες): • Brauche ich ein Visum?...
- VITAL... = ακμαίος, -α, -ο:...
- VITAMIN, das... (Gen.: des Vitamins // Pl.: die Vitamine) = η βιταμίνη (Pl.: οι βιταμίνες / Gen.: των βιταμινών): • das Vitamin C ° η βιταμίνη C • ich esse normal,...
- VITAMIN+... • eine Flasche Multivitaminsaft ° ένα μπουκάλι πολυβιταμινούχος χυμός ...