WASSERFEST
[zB. eine Sonnenschutzcreme]
= αδιάβροχος, -η, -ο
Weitere Wörter:
Vorher
- WASCHLAPPEN, der... [zur Körperreinigung] = το σφουγγαράκι του μπάνιου [Schulze:...
- WASCHMASCHINE, die... = το πλυντήριο (ρούχων) ...
- WASCHMITTEL, das... [iS von: Waschpulver] = το απορρυπαντικό ...
- WASCHMUSCHEL, die... s. Waschbecken, das ...
- WASCHPULVER, das... = η σκόνη πλυσίματος: • eine Schachtel (Packung) Waschpulver ° ένα κουτί σκόνη πλυσίματος [Anm.: vgl. im selben Sinne:...
- WASHINGTON... = η Ουάσιγκτον [Anm.: η !] ...
- WASSER, das... 1) το νερό ([bzw.] τα νερά): • sie drehte das Wasser [in der Dusche] ab έκλεισε το νερό • das viele Wasser [wörtl.: die gewaltige Menge Wasser],...
- WASSERDICHT... [zB. eine Uhr, Stiefel] = αδιάβροχος, -η, -ο ...
- WASSERENTHÄRTER, der... [z.B. "Calgon"] = το αποσκληρυντικό νερού ...
- WASSERFALL, der... = ο καταρράκτης [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: ο καταρράχτης ...
Nachher:
- WASSERFLECK, der... • ein Wasserfleck [wörtl.: ein Feuchtigkeitsfleck] an der (Zimmer-)Decke ° ένας λεκές υγρασίας στο ταβάνι ...
- WASSERGLAS, das... = το ποτήρι (του) νερού // [lt. ΛΚΝ alltagssprachlich]: το νεροπότηρο ...
- WASSERHAHN, der... s. unter Hahn, der (Z 2) ...
- WASSERKRAFT, die... • die Energie aus Wasserkraft / die Wasserkraftenergie ° η υδροδυναμική ενέργεια ...
- WASSERKRAFTWERK, das... = το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο // ο υδροηλεκτρικός σταθμός ...
- WASSERLEITUNG, die... 1) [iS von: Wasserrohr]: ο σωλήνας του νερού [bzw.] η σωλήνα του νερού: [Anm:...
- WASSERLÖSLICH... = υδατοδιαλυτός, -ή, -ό * [bzw.] υδροδιαλυτός, -ή, -ό ** : *[so zB. ΛΚΝ] / **[so zB....
- WASSERMANN, der... [Sternzeichen] = ο Υδροχόος ...
- WASSERMASSE, die... s. unter Masse, die ...