BRINGZEIT, die


• Unsere Bringzeit [= jene Zeit, in der Kinder in unseren Kindergarten gebracht werden können] ist morgens von 7 bis 9 Uhr.  °  Το χρονικό διάστημα προσέλευσης είναι από τις 7 έως τις 9.   [DF+GF aus: Hueber-Kita]


Weitere Wörter:

Vorher
  • BRIEFTAUBE, die... = το ταχυδρομικό περιστέρι ...
  • BRIEFUMSCHLAG, der... s. Briefkuvert, das ...
  • BRIEFWAHL+... • die Briefwahlstimmen / die Wahlkartenstimmen ° οι επιστολικές ψήφοι (Gen.: των επιστολικών ψήφων) ...
  • BRIEFWECHSEL, der... vgl. Korrespondenz, die ...
  • BRIKETT, das... [Brennstoff] = η μπρικέτα (Pl.: die Briketts = οι μπρικέτες) ...
  • BRILLANT [Adjektiv/Adverb]... = λαμπρός, -ή, -ό:...
  • BRILLANT, der... [Edelstein] = το μπριλάντι [bzw.] το μπριγιάντι ...
  • BRILLE, die... = τα γυαλιά: • die getönte Brille ° τα φυμέ γυαλιά • Ein Absatz trat auf eine Brille und zerbrach sie dabei....
  • BRILLEN+... • das Brillenetui ° η θήκη γυαλιών • die Brillenfassung: s. unter Fassung, die (Z 2) • das Brillenglas: s. unter Glas, das (Z 4) • die Brillenschlange:...
  • BRINGEN... Gesamtübersicht: I. [iS von: irgendwo hinbefördern, hinlenken etc.] II. [einen Nutzen, Geld etc.] III. [es zu etwas bringen (iS von:...
Nachher:
  • BRISANT... = εκρηκτικός, -ή, -ό: • ein [politisch] derart brisantes [Film-]Drehbuch ° ένα τόσο εκρηκτικό σενάριο ...
  • BRISE, die... = το αεράκι: • eine leichte Brise (ein leichtes Lüftchen) ° ένα ελαφρό αεράκι ...
  • BRITE, der / BRITIN, die... 1) der Brite ° ο Βρετανός (Pl.: οι Βρετανοί) 2) die Britin ° η Βρετανή // η Βρετανίδα ...
  • BRITISCH... 1) [personenbezogen]: βρετανός / βρετανή [bzw.] βρετανίδα 2) [sachbezogen]: βρετανικός, -ή, -ό ...
  • BROCKEN, der... • Er konnte ~ein paar Brocken Italienisch. ° Ήξερε κάτι σπασμένα ιταλικά. ...
  • BRONCHIE, die... = ο βρόγχος (Pl.: die Bronchien = οι βρόγχοι) ...
  • BRONCHITIS, die... = η βρογχίτιδα (Gen.: της βρογχίτιδας) ...
  • BRONZE, die... [Mischung aus Kupfer und anderen Metallen, typischerweise Zinn] = ο μπρούντζος [bzw.] ο μπρούτζος ...
  • BRONZE+... • die Bronzemedaille [im Sport] ° το χάλκινο μετάλλιο • die Bronzezeit [Geschichtsepoche] ° η εποχή του χαλκού ...