BRILLANT [Adjektiv/Adverb]
= λαμπρός, -ή, -ό:
• eine solch brillante (glänzende) Gelegenheit (Chance) ungenützt lassen ° αφήνω ανεκμετάλλευτη μια τόσο λαμπρή ευκαιρία
Weitere Wörter:
Vorher
- BRIEFMARKE, die... = το γραμματόσημο ...
- BRIEFMARKEN+... = … γραμματοσήμων:...
- BRIEFÖFFNER, der... = ο χαρτοκόπτης ...
- BRIEFPAPIER, das... = το επιστολόχαρτο // το χαρτί επιστολών // το χαρτί αλληλογραφίας ...
- BRIEFTASCHE, die... (Geldbörse, die) = το πορτοφόλι ...
- BRIEFTAUBE, die... = το ταχυδρομικό περιστέρι ...
- BRIEFUMSCHLAG, der... s. Briefkuvert, das ...
- BRIEFWAHL+... • die Briefwahlstimmen / die Wahlkartenstimmen ° οι επιστολικές ψήφοι (Gen.: των επιστολικών ψήφων) ...
- BRIEFWECHSEL, der... vgl. Korrespondenz, die ...
- BRIKETT, das... [Brennstoff] = η μπρικέτα (Pl.: die Briketts = οι μπρικέτες) ...
Nachher:
- BRILLANT, der... [Edelstein] = το μπριλάντι [bzw.] το μπριγιάντι ...
- BRILLE, die... = τα γυαλιά: • die getönte Brille ° τα φυμέ γυαλιά • Ein Absatz trat auf eine Brille und zerbrach sie dabei....
- BRILLEN+... • das Brillenetui ° η θήκη γυαλιών • die Brillenfassung: s. unter Fassung, die (Z 2) • das Brillenglas: s. unter Glas, das (Z 4) • die Brillenschlange:...
- BRINGEN... Gesamtübersicht: I. [iS von: irgendwo hinbefördern, hinlenken etc.] II. [einen Nutzen, Geld etc.] III. [es zu etwas bringen (iS von:...
- BRINGZEIT, die... • Unsere Bringzeit [= jene Zeit, in der Kinder in unseren Kindergarten gebracht werden können] ist morgens von 7 bis 9 Uhr....
- BRISANT... = εκρηκτικός, -ή, -ό: • ein [politisch] derart brisantes [Film-]Drehbuch ° ένα τόσο εκρηκτικό σενάριο ...
- BRISE, die... = το αεράκι: • eine leichte Brise (ein leichtes Lüftchen) ° ένα ελαφρό αεράκι ...
- BRITE, der / BRITIN, die... 1) der Brite ° ο Βρετανός (Pl.: οι Βρετανοί) 2) die Britin ° η Βρετανή // η Βρετανίδα ...
- BRITISCH... 1) [personenbezogen]: βρετανός / βρετανή [bzw.] βρετανίδα 2) [sachbezogen]: βρετανικός, -ή, -ό ...