ZAHNARZT, der / ZAHNÄRZTIN, die


1) der Zahnarzt  °  ο οδοντίατρος *  //  ο οδοντογιατρός **    [synonym]

*(Gen.: του οδοντίατρου [bzw.] του οδοντιάτρου / Akk.: τον οδοντίατρο)

(Plural: οι οδοντίατροι / των οδοντιάτρων / τους οδοντιάτρους [bzw.] τους οδοντίατρους)


2) die Zahnärztin  °  η οδοντίατρος  //  η οδοντογιατρός **

**[Anm.: "οδοντογιατρός" ist lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ ein alltagssprachlicher Ausdruck]


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher: