πάρα
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΑΝΤΑ...πάντα 1. πάντα – πάντοτε: Vgl. dazu Μάνεσης, S. 63: Για λόγους αισθητικής και κομψότητας, αλλά και αυθεντικότητας του νομικού λόγου,...
- ΠΑΝΤΟΤΕ...πάντοτε πάντοτε – πάντα: s. unter πάντα (Z 1) ...
- ΠΑΝΩ...πάνω 1.πάνω σε: • Πάνω στον πανικό της κάνει δύο θανάσιμα σφάλματα. In ihrer Panik macht sie zwei tödliche Fehler. [GF+DF aus: Βαμμ.] • Πάνω στην τρομάρα μου,...
- ΠΑΝΩΘΕ...πάνωθε • Το στερέωμα απλώνεται πάνωθέ μου. ° Über mir erstreckt sich das Firmament....
- ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ, η...παπαρούνα, η = die Mohnblume: • Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. ° Es war an einem [GF: Es war ein] Hügel, scharlachrot von Mohnblumen. [GF+DF aus:...
- ΠΑΠΑΣ, ο (Ι) (= πάπας, ο)...πάπας, ο = der Papst [Anm.: ο πάπας ist zu unterscheiden von: ο παπάς (= der Pfarrer / Priester / Pope) !] ...
- ΠΑΠΑΣ, ο (ΙΙ) (= παπάς, ο)...παπάς, ο (bzw. παππάς, ο) = der Pfarrer / der Priester / der Pope s. näher: παππάς, ο [Anm.: ο παπ(π)άς ist zu unterscheiden von: ο πάπας (= der Papst)!...
- ΠΑΠΟΥΤΣΙ, το...παπούτσι, το 1. Grundbedeutung: der Schuh 2. με γράφει στα παλιά του τα παπούτσια [bzw.] τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια: a) gleichbedeutend mit:...
- ΠΑΠΠΑΣ, ο [bzw.] ΠΑΠΑΣ, ο...παππάς, ο [bzw.] παπάς, ο [Anm.: ο παπ(π)άς ist zu unterscheiden von: ο πάπας (= der Papst)!] 1. Zur Schreibweise:...
- ΠΑΠΠΟΣ, ο...πάππος, ο 1. [Bedeutung]: ο παππούς [ΛΜΠ] 2. πάππου προς πάππου: • Πάππου προς πάππου λέγανε για [...] ° Seit Urväterzeiten wurde erzählt, dass […] [GF+DF aus:...
Nachher:
- ΠΑΡΑ (ΙΙ) (= παρά)...παρά [Anm.: παρά ist zu unterscheiden von πάρα !] 1. παρά ταύτα ° παρ’ όλα αυτά / όμως / ωστόσο / εντούτοις [ΛΤΣ] 2....
- ΠΑΡΑ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...παρα+ [als Vorsilbe eines Verbs] 1. [Verb] και παρα-[Wiederholung des Verbs]: • Δεν τίθεται πλέον ζήτημα εξάλλου. – Τίθεται και παρατίθεται....
- ΠΑΡΑΒΡΙΣΚΟΜΑΙ...παραβρίσκομαι s. παρευρίσκομαι ...
- ΠΑΡΑΓΙΝΟΜΑΙ...παραγίνομαι παράγινε το κακό: s. unter κακό, το (Z 5) ...
- ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ, ο...παράγοντας, ο • ποδοσφαιρικοί παράγοντες από τα χρόνια της δόξας ° Persönlichkeiten des Fußballs aus den Tagen des Ruhmes [der Fußballmannschaften] [GF+DF aus:...
- ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ...παραδέχομαι 1. Grundbedeutungen: a) akzeptieren: • Με παραδεχόταν όπως ήμουν και ποτέ δε θέλησε να με αλλάξει....
- ΠΑΡΑΔΙΠΛΑΝΟΣ, -ή, -ό...παραδιπλανός, -ή, -ό • πήγε στο άλλο σπίτι, το παραδιπλανό, [...] ° [sie] ging in das andere Haus, in das übernächste, [...] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΠΑΡΑΕΙΜΑΙ...παραείμαι • Έπρεπε όμως να παραδεχτεί ότι ο Θανάσης παραήταν ευαίσθητος. ° Er musste aber einräumen, dass Thanassis übertrieben sensibel war. [GF+DF aus:...
- ΠΑΡΑΚΑΤΩ...παρακάτω • Τα παρακάτω τα θυμόταν μπερδεμένα, γιατί έγιναν πολύ γρήγορα. ° An das, was folgte, konnte er sich nur ungenau erinnern,...