πράγμα, το


1. άλλο πράγμα:

Χρησιμοποιείται ως ενισχυτικό μιας ιδιότητας ή μεγεθυντικό· μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιφωνηματικά και να εκφράζει θαυμασμό. Συνήθως λέγεται: κάτι ή κάποιος είναι άλλο πράγμα, έχει δηλ. σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό μια ιδιότητα.  [ΛΔΗ]  

π.χ.:

• Όλα τα παιδιά είναι ζωηρά αλλά ο Θύμιος είναι άλλο πράγμα. (είναι δηλ. ασύγκριτα πιο ζωηρός απ’ τ’ άλλα παιδιά, είναι υπερβολικά ζωηρός)   [ΛΔΗ] 

• Αυτό το κακό που μας βρήκε είναι άλλο πράγμα. (είναι πολύ μεγάλο κακό)   [ΛΔΗ]

• Η φιλενάδα της Μαρίας είναι πάρα πολύ όμορφη. Άλλο πράγμα!  [ΛΔΗ] 

• με μια κακία άλλο πράγμα  °  mit ausgesuchter Bosheit [warf das weinende Baby seiner Mutter eine Orange ins Gesicht]    [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Οι Πόντιοι είναι ξεροκέφαλοι. Αυτός παιδί μου άλλο πράμα.  °  Die Pontier sind dick­köpfig. Der [= dieser konkrete Pontier], mein Kind, nochmal soviel.*   [GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)]

       *[praktikable Übersetzungsalternative: "Der, mein Kind, ganz besonders."]


2.1. κορίτσι πράγμα:

σαν κορίτσι που είμαι (που είσαι, που είναι), κορίτσι όντας  [ΛΔΗ] 

[bzw.]

2.2.

λέγεται και παιδί πράγμα (σπάνια "αγόρι πράγμα")   [ΛΔΗ]

π.χ.:

• Εσύ κορίτσι (παιδί) πράγμα, επιτρέπεται να καπνίζεις;  [ΛΔΗ] 

• Κορίτσι πράγμα η Μαρία, πώς θα πάει μόνη της στην Θεσσαλονίκη;  [ΛΔΗ]

• Μα πώς γίνεται, εσείς κορίτσια πράγματα, να μην χορεύετε;  [ΛΔΗ]

• Παιδί πράμα, βλέπεις, [...]  °  a) Du siehst, was für ein grüner Junge ich noch war: [] [bzw.] b) Ein Halbwüchsiger noch, […]    [Καζαντζάκης: Ζορμπάς, S. 24, 1. Z. // DF 1: S. 14 auf 15, bzw. DF 2: S. 14, 6. Z. von unten]

[bzw. analog]:

2.3. μωρό-πράμα:

• Στο 42 τής τσάκισαν τα πόδια με τα χέρια τους οι εχθροί. Ήταν τριώ χρονώ μωρό-πράμα.  [Ε. Αλεξίου: Anthologie I, S. 59]


3. εκ των πραγμάτων  °  de facto  [Νατσ., σ. 600]


4. κοίτα πράγματα: s. unter κοιτάζω/κοιτώ (Z 3.1)

[in ähnlichem Sinne]:

• "Για φαντάσου", μουρμούριζε η μάνα μου, "κάτι πράγματα που συμβαίνουν ..."  °  "Ja, stell dir vor", murmelte meine Mutter, "Sachen gibt’s." [Reaktion auf eine (von ihr nicht erst genommene) Märchen-Ge­schichte, die ihr ein kleines Mädchen erzählt]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna // Anm.: drei Punkte der GF im Original]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΟΡΤΟ, το...πόρτο, το = το λιμάνι [ΛΜΠ / ΛΚΝ] ...
  • ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ, η...πορτοκαλιά, η • Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λεβέντες! Έτσι να κάνω, βρήκα συντάκτες! Γεμάτος ο κόσμος από αθλητικούς συντάκτες!...
  • ΠΟΣΟΣ, -η, -ο...πόσος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Θεέ μου τι ευτυχισμένη εποχή, πόσα όνειρα κι ελπίδες μέσα στην αθλιότητα. Πόσα σχέδια για το μέλλον....
  • ΠΟΤΑΜΙ, το...ποτάμι, το 1. το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω: Redewendung, die etwa folgende Bedeutung hat: ~Die Zeit lässt sich nicht zurückdrehen. / ~Was vergangen ist,...
  • ΠΟΤΕ (Ι) (= πότε)...πότε [Anm.: πότε ist zu unterscheiden von ποτέ !] 1. Grundbedeutung: wann [Fragewort] 2. πότε-πότε ° ab und zu / hin und wieder 3. πότε …, πότε … ° einmal …,...
  • ΠΟΤΕ (ΙΙ) (= ποτέ)...ποτέ [Anm.: ποτέ ist zu unterscheiden von πότε !] 1. Worttyp: Adverb / επίρρημα 2. Bedeutung: a) jemals b) [mit Verneinung:] nie / niemals 3. πάλαι ποτέ: s....
  • ΠΟΥ (Ι)...που [Anm.: που ist zu unterscheiden von πού !] Übersicht: 1. Worttyp 2. Bedeutungen unter anderem 3. (weitere) BSe zur Funktion als Relativ­pronomen 4....
  • ΠΟΥ (ΙΙ) (= πού)...πού [Anm.: πού ist zu unterscheiden von που !] Übersicht: 1. Worttyp und Grundbedeutung 2. weitere Bedeutungen 3. πού να ... 4. πού πήγε ο/η/το …; 5....
  • ΠΟΥΛΜΑΝΑΚΙ, το...πουλμανάκι, το • μέσα στο νοικιασμένο πουλμανάκι που τη μετέφερε από τη μια πόλη στην άλλη ° in dem gemieteten Kleinbus,...
  • ΠΟΥΛΩ...πουλώ (-άς) 1. Zur Unterscheidung der Formen πουλώ (-άς) und πωλώ (-είς): "Πωλώ": απαντάται σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφράσεις,...
Nachher:
  • ΠΡΑΓΜΑΤΙ...πράγματι 1) tatsächlich: a) [iS von: wirklich, ehrlich, im Ernst, in der Tat; wie behauptet etc.]: • Ξέρεις τι; Υπάρχει πράγματι ένα βιβλιοπωλείο εδώ κοντά....
  • ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, η...πραγματικότητα, η στην πραγματικότητα: a) in (der) Wirklichkeit: • στην πραγματικότητα ° in der Wirklichkeit [im Gegensatz zum Film, zum Theater etc....
  • ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ, το...πρακτορείο, το • Πίνοντας τσάι στο πρακτορείο της Αντάλιας, ρώτησε τον μηχανολόγο. ° Beim Tee auf dem Busbahnhof von Antalya fragte er den Ingenieur....
  • ΠΡΑΜΑ, το...πράμα, το s. πράγμα, το ...
  • ΠΡΕΖΟΝΙ, το...πρεζόνι, το = der Junkie [Pons online] // der Fixer [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] ...
  • ΠΡΕΠΕΙ...πρέπει Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2.1. Zur gleichwertigen Verwendung von "έπρεπε να" und "θα έπρεπε να" 2.2....
  • ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ, ο...πρεσβευτής, ο zur Unterscheidung πρεσβευτής – πρέσβης (πρέσβυς): s. unter πρέσβης, ο ...
  • ΠΡΕΣΒΕΥΩ...πρεσβεύω • Μα η Σοφία δεν έχει έρθει στο Βερολίνο για να οργανώσει την επανάσταση. [...] Ούτε πρεσβεύει τη διάλυση της οικογένειας και των θεσμών – [......
  • ΠΡΕΣΒΗΣ, ο [bzw.] ΠΡΕΣΒΥΣ, ο...πρέσβης, ο [bzw.] πρέσβυς, ο Zur Unterscheidung πρέσβης (πρέσβυς) – πρεσβευτής: s. Χ. Ζαμπούνης: Savoir vivre, σ. 200: "Πρέσβυς" κατά τον βαθμό,...