σκεπτικός, -ή, -ό [bzw.] σκεφτικός, -ή, -ό
1. Grundbedeutungen:
- nachdenklich
- skeptisch
2. μένω σκεπτικός / σκεφτικός (-ή, -ό) ° [auch]: überlegen, nachdenken:
• Έμεινε σκεφτικός. "Δεν μπορώ να θυμηθώ την ημερομηνία." ° Er überlegte. "Ich kann mich nicht an das Datum erinnern." [sagte er dann] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• Ο Σιντ έμεινε σκεφτικός. [...] "Έχω κάποιον υπ’ όψη μου που μπορεί να ενδιαφέρεται", είπε ο Σιντ [...]. ° Sid dachte nach. […] "Ich habe da jemanden im Kopf, der sich dafür [sc. für dein Angebot] interessieren könnte", sagte Sid […]. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΣΙΩΠΗ, η...σιωπή,...
- ΣΚΑΖΩ...σκάζω [bzw.] σκάω 1. Grundbedeutungen: - platzen - explodieren 2. το σκά(ζ)ω: • Ο Ντίνο το έσκασε. ° Dino [Saurier-Haustier] ist weggelaufen. [Untertitel] [bzw....
- ΣΚΑΛΩΜΑΡΙΑ, η...σκαλωμαρία, η [bzw. auch: η σκαλομαρία] = das Mitfahren mit einer Straßenbahn am Trittbrett bzw. auf der Kupplung,...
- ΣΚΑΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σκαμμένος, -η, -ο • [...] με γκρίζα μαλλιά, με σκαμμένα πρόσωπα, γερασμένα ° […] [Menschen] mit grauen Haaren und zerfurchten,...
- ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΩ [bzw.] ΣΚΑΝΤΑΛΙΖΩ...σκανδαλίζω [bzw.] σκανταλίζω [Anm.: "σκανταλίζω" lt. ΛΜΠ volkstümlich,...
- ΣΚΑΝΤΖΑΡΩ...σκαντζάρω αλλάζω βάρδια, σκοπιά με κάποιον άλλο [ΛΚΝ] // βεν. scansar: αλλάζω (φρουρούς ή πόδες πανιών ) [Quelle:...
- ΣΚΑΠΟΥΛΑΡΩ...σκαπουλάρω • Στην αρχή έλεγαν πως αποκλείεται να τη σκαπουλάρει. ° Anfangs meinten sie [im Spital],...
- ΣΚΑΣΙΛΑ, η...σκασίλα, η σκασίλα μου: • εξάλλου, ακόμα και να κάνω λάθος, ακόμα κι αν προσποιούνται, σκασίλα μου: είναι πολύ καλοί ηθοποιοί ° and if I've got it all wrong,...
- ΣΚΑΩ...σκάω s. σκάζω ...
- ΣΚΕΠΑΣΜΑ, το...σκέπασμα, το • Μ’ έβαλε να καθίσω σ’ ένα κρεβάτι με υφαντό σκέπασμα, που εκτελούσε χρέη καναπέ, μπροστά σε μια ξύλινη τάβλα....
Nachher:
- ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ [bzw.] ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ...σκέπτομαι [bzw.] σκέφτομαι 1. Grundbedeutung: denken, nachdenken, überlegen [etc.]: • Σκέφτηκε να τους στείλει τηλεγράφημα – αλλά μετάνιωσε, [...]. ° Er erwog,...
- ΣΚΕΤΟΣ, -η, -ο...σκέτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Οι μουσικοί της φανφάρας, εδώ που τα λέμε, είναι σκέτοι μουζικάντηδες, [......
- ΣΚΕΨΗ, η...σκέψη, η η σκέψη + Gen. [bzw.] η σκέψη σου (του, ...): • η σκέψη του κυνηγού, και μόνο η σκέψη του, [...] der Gedanke an den [abwesenden] Jäger,...
- ΣΚΗΝΙΚΟ, το...σκηνικό, το [praktikable Übersetzung gegebenenfalls ev.:] die Lebensumstände σκηνικό θεάτρου ° Theaterkulisse* [bzw....
- ΣΚΙΖΩ...σκίζω έσκισε! : χαρακτηρίζει ένα πολύ πετυχημένο αστείο ή φάση που θ’ αργήσει να ξεχαστεί (συνών.: έγραψε! // μέτρησε!) [ΑΓΝ, σ....
- ΣΚΙΡΤΩ...σκιρτώ (-άς) • Η καρδιά μας σκίρτησε. ° Mein [richtig: Unser] Herz machte einen Freudensprung. [als wir in die Nähe unserer Heimatdorfes kamen] [GF+DF aus:...
- ΣΚΟΙΝΙ, το [bzw.] ΣΧΟΙΝΙ, το...σκοινί, το [bzw.] σχοινί, το σκοινί-κορδόνι ° συνέχεια – Συνήθως λέγεται: το παίρνω σκοινί-κορδόνι: κάνω κάτι που επαναλαμβάνεται και που διαρκεί πολύ [ΛΔΗ, σ....
- ΣΚΟΛΝΩ...σκολνώ (-άς) s. σχολώ ...
- ΣΚΟΛΩ...σκολώ (-άς) s. σχολώ ...