σκαμμένος, -η, -ο


• [...] με γκρίζα μαλλιά, με σκαμμένα πρόσωπα, γερασμένα  °  […] [Menschen] mit grauen Haaren und zerfurchten, vorzeitig gealterten Gesichtern   [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΣΗΜΕΙΩΝΩ...σημειώνω 1) notieren / vermerken: • ο Πέτρος σημειώνει στο ημερολόγιό του [...] ° Petros notiert (vermerkt) in seinem Tage­buch [...] • σημειώνετε ό,...
  • ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ...σημειωτέον • Τον οποίο, σημειωτέον, δυo φορές είχε δει όλο κι όλο – [...]. ° Dem er [sc.: der Mann, dem er], wohl bemerkt,...
  • ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ, το...σημειωτόν, το με το σημειωτόν / με βήμα σημειωτόν: • Με τη βροχή που ρίχνει, θέλω μια ώρα για να φτάσω με το σημειωτόν στο γραφείο....
  • ΣΗΡΑΓΓΑ, η...σήραγγα, η (Pl.: οι σήραγγες / Gen.: των σηράγγων) = der Tunnel [vgl....
  • ΣΙΓΑ...σιγά 1. Grundbedeutung: leise [Anm.: unrichtig oft auch verwendet in der Bedeutung "langsam"] 2.1. σιγά μην …: - das fehlt noch, dass … [Eideneier, Bd. 3, S....
  • ΣΙΓΟΥΡΑ...σίγουρα Zum Verhältnis des Ausdrucks "σίγουρα" einerseits zu den Ausdrücken "βέβαια / βεβαίως" und "ασφαλώς" andererseits vgl. Μάνεσης, S. 63:...
  • ΣΙΔΕΡΑ, τα...σίδερα, τα 1. als Ausdruck zur Umschreibung von "Gefängnis" bzw. "[Gefängnis-]Gitter": • Αν τα δικαστήρια δεν τους κλειδώνουν [sc....
  • ΣΙΩΠΗ, η...σιωπή,...
  • ΣΚΑΖΩ...σκάζω [bzw.] σκάω 1. Grundbedeutungen: - platzen - explodieren 2. το σκά(ζ)ω: • Ο Ντίνο το έσκασε. ° Dino [Saurier-Haustier] ist weggelaufen. [Untertitel] [bzw....
  • ΣΚΑΛΩΜΑΡΙΑ, η...σκαλωμαρία, η [bzw. auch: η σκαλομαρία] = das Mitfahren mit einer Straßenbahn am Trittbrett bzw. auf der Kupplung,...
Nachher:
  • ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΩ [bzw.] ΣΚΑΝΤΑΛΙΖΩ...σκανδαλίζω [bzw.] σκανταλίζω [Anm.: "σκανταλίζω" lt. ΛΜΠ volkstümlich,...
  • ΣΚΑΝΤΖΑΡΩ...σκαντζάρω αλλάζω βάρδια, σκοπιά με κάποιον άλλο [ΛΚΝ] // βεν. scansar: αλλάζω (φρουρούς ή πόδες πανιών ) [Quelle:...
  • ΣΚΑΠΟΥΛΑΡΩ...σκαπουλάρω • Στην αρχή έλεγαν πως αποκλείεται να τη σκαπουλάρει. ° Anfangs meinten sie [im Spital],...
  • ΣΚΑΣΙΛΑ, η...σκασίλα, η σκασίλα μου: • εξάλλου, ακόμα και να κάνω λάθος, ακόμα κι αν προσποιούνται, σκασίλα μου: είναι πολύ καλοί ηθοποιοί ° and if I've got it all wrong,...
  • ΣΚΑΩ...σκάω s. σκάζω ...
  • ΣΚΕΠΑΣΜΑ, το...σκέπασμα, το • Μ’ έβαλε να καθίσω σ’ ένα κρεβάτι με υφαντό σκέπασμα, που εκτελούσε χρέη καναπέ, μπροστά σε μια ξύλινη τάβλα....
  • ΣΚΕΠΤΙΚΟΣ, -ή, -ό [bzw.] ΣΚΕΦΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...σκεπτικός, -ή, -ό [bzw.] σκεφτικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: - nachdenklich - skeptisch 2. μένω σκεπτικός / σκεφτικός (-ή, -ό) ° [auch]: überlegen,...
  • ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ [bzw.] ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ...σκέπτομαι [bzw.] σκέφτομαι 1. Grundbedeutung: denken, nachdenken, überlegen [etc.]: • Σκέφτηκε να τους στείλει τηλεγράφημα – αλλά μετάνιωσε, [...]. ° Er erwog,...
  • ΣΚΕΤΟΣ, -η, -ο...σκέτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Οι μουσικοί της φανφάρας, εδώ που τα λέμε, είναι σκέτοι μουζικάντηδες, [......